Tuesday, August 24, 2010

σταθερός ή φορητός;

“Αποτελεί ωδή στη συμμετρία και την ισορροπία, μια πυραμίδα πέντε βαθμιδωτών επιπέδων, ένας ναός αφιερωμένος στο Θεό Σίβα του Ινδουισμού. Phnom σημαίνει λόφος στη γλώσσα μας, τη γλώσσα των Κχμέρ, γι’ αυτό και το όνομα Phnom Bakheng” μας εξηγεί ο οδηγός‐ταξιτζής καθώς ανεβαίνουμε με τα πόδια το μακρύ και απότομο μονοπάτι που μόλις καταφέρνει να μείνει ανοιχτό από την απειλητική ζούγκλα δίπλα μας. Πόσες αποχρώσεις του πράσινου μπορεί να υπάρχουν; Πόσα είδη και μεγέθη φύλλων; Πόσο πυκνή μπορεί και γίνεται η ζούγκλα σε απόσταση αναπνοής; Λίγα μέτρα στα δεξιά μας και τα πάντα πνίγονται στο σκοτάδι. Πάντα στο πρόσωπο η αίσθηση αόρατων μικροσκοπικών ιστών από αράχνη, λες και σπάμε ένα ιδεατό δίχτυ κάθε λίγα μέτρα. Οι ακτίνες του ήλιου δεν διαπερνούν το πυκνό φύλλωμα, μη μπορώντας να φτάσουν μέχρι εκεί.
Ο ιδρώτας από την περιήγηση στον Angkor Wat πριν λίγο δεν έχει στεγνώσει ακόμα στην μπλούζα μου που ολοένα γίνεται και πιο υγρή. Η μυρουδιά της ζούγκλας: Της υγρασίας αναμεμιγμένης με χώμα και χλωροφύλλη βρίσκεται στα υψηλοτέρα επίπεδα. Μας προσπερνάνε δύο ελέφαντες. Στη ράχη τους κάθονται από δύο τουρίστες, προσπαθώντας να αποτυπώσουν τη ζούγκλα στη φωτογραφική τους μηχανή. Μα τι γίνεται όμως με τις μυρουδιές; Με τη ζέστη; Με το καθαρό οξυγόνο που παράγεται από τα πολυάριθμα φύλλα; Με τους αόρατους ιστούς αράχνης που σου γαργαλάνε τη μύτη και τα βλέφαρα; Αυτά παραλείπονται; Στη στροφή βλέπουμε να πλησιάζει ένας μοναχός με το πορτοκαλί του πανωφόρι. Στα χέρια του, με ευλάβεια, κρατάει ένα δοχείο. Περπατάει τόσο αργά! Δεν μπορώ να διακρίνω τι βρίσκεται μέσα στο δοχείο. Λες και θέλει να μην δημιουργηθεί καμία ρυτίδα στην επιφάνεια του υγρού που πιθανότατα κουβαλάει στο δοχείο. Φτάνουμε στην κορυφή του λόφου. Στα 1300 μέτρα ο ναός Angkor Wat και στα 400 η Angkor Thom από τη βάση του λόφου. Για να φτάσουμε στην κορυφή του ναού πρέπει να υποκλιθούμε στην μεγαλειότητά του. Τα σκαλοπάτια είναι τόσο απότομα που μόνο σκυφτός τα ανεβαίνεις για 67 μέτρα. Ένα αχανές τροπικό δάσος απλώνεται από κάτω. Όπου κι αν κοιτάξει το μάτι πράσινο. Ακόμα και η λίμνη Tonle Sap στο βάθος έχει πάρει την ίδια απόχρωση με τη ζούγκλα, καθώς δύει ο ήλιος. Ώρα να κατέβουμε το λόφο. Συναντάμε και πάλι τον μοναχό στα πορτοκαλί. Δεν έχει περπατήσει παραπάνω από μια στροφή στο απότομο μονοπάτι από την προηγούμενή μας συνάντηση. Αυτό θα πει πίστη.
Εμείς όμως βιαζόμαστε. Υποσχεθήκαμε στην κορούλα του οδηγού μας να την κεράσουμε πίτσα. Μια στάση στο σπίτι τους, στο χωριό δίπλα στο αεροδρόμιο, περνώντας δίπλα από ορυζώνες, και αισθανόμαστε οι επίτιμοι καλεσμένοι, γνωρίζουμε και τον δήμαρχο. Το μικρό κοριτσάκι, έτοιμο στην πόρτα του σπιτιού, μας υποδέχεται με ένα χαμόγελο. Λίγες ώρες αργότερα και μετά από το απαραίτητο ντουζ στο ξενοδοχείο βρίσκομαι απέναντι σε ένα κοριτσάκι που γελάει με το πλατύτερο χαμόγελο που έχω δει. Τρώει την πίτσα λες και το κεράσαμε όλον τον κόσμο. Αν αναλογιστούμε ότι είχε ξετρελαθεί από μια φορά που δοκίμασε μισό τριγωνάκι πίτσα – λόγω κόστους δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν μεγαλύτερη ποσότητα οι γονείς της – όντως το κεράσαμε τον κόσμο, ολόκληρη την πίτσα με μόλις 4 ευρώ. Την τρώει και με τα δέκα δάκτυλα και όλο χαμογελάει. Θα σκάσει!
Έτσι, εκείνη τη μέρα (μια μέρα μόνο αρκεί; Ναι, έτυχε, άλλοτε μπορεί να μην έφταναν ούτε εκατό) η Καμπότζη μου έδωσε όσα κανένας άλλος ταξιδιωτικός προορισμός. Το βράδυ κάθομαι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Βρέχει. Τροπική καταιγίδα. Γράφω τις ταξιδιωτικές μου εμπειρίες της ημέρας και φορτώνω φωτογραφίες στο laptop για να στείλω στους φίλους μου. Από απόσταση καταλαβαίνεις ποιοι σου λείπουν, ποιους χρειάζεσαι για επικοινωνία. Από μακριά ακούγεται η μουσική της φύσης, ενώ το μόνο φως στην περιοχή φαίνεται να προέρχεται από την οθόνη μπροστά μου που έχει μαζέψει τα γύρω κουνούπια. Αρχίζω να ξύνομαι. Ελπίζω μόνο να μην είναι τα κουνούπια‐ τίγρεις (δεν έχω όρεξη για νοσοκομείο). Δεν μπορώ να τα ξεκαθαρίσω και καλά. Η υγρασία και η ζέστη αρχίζει να μουσκεύει και πάλι την μπλούζα μου…
Τώρα κάθομαι μπροστά στο σταθερό μου υπολογιστή, που μόλις ανέστησα, και γράφω αυτές τις γραμμές. Εδώ και αρκετό καιρό τον είχα αποχωριστεί λόγω απουσίας στο εξωτερικό… Νιώθω άνεση. Η μεγάλη οθόνη, σε απόσταση, δεν ταλαιπωρεί τα μάτια μου. Τα πάντα φαίνονται μεγαλύτερα σε σχέση με το laptop μου. Δεν χρειάζεται να σκύβω το κεφάλι μου. Τεντώνομαι άνετα στην καρέκλα μου, απλώνοντας και τα πόδια μπροστά μου. H ταχύτητά του με ξεκουράζει. Α, είχα ξεχάσει πώς είναι ένας σταθερός… μου ‘λειψε. Η θερμοκρασία είναι ιδανική μέσα στο σπίτι, ενώ έξω βρέχει, η κούπα του καφέ latte Sumatra με μαύρη ζάχαρη κοντεύει να αδειάσει. Τι τον ήθελα τον καφέ βραδιάτικα; Πώς θα κοιμηθώ τώρα; Στο Travelchannel βλέπω, παράλληλα, ένα ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ για την Καμπότζη στην τηλεόραση ακριβώς δίπλα μου, ενώ στη διακοπή για την ενημέρωση του καιρού δείχνει Βαρκελώνη και τις Sandaionsen (θερμές ‐ ιαματικές πηγές) της Ιαπωνίας. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου αλλάζω γνώμη. Μου λείπει ο φορητός τώρα και ό,τι αντιπροσωπεύει – την κίνηση ή το ταξίδι.

No comments:

Post a Comment