Tuesday, August 24, 2010

Όταν δεν ταξιδεύω, το ονειρεύομαι... (1989-2008)

Ηράκλειο, Γενάρης 2008.  Ξυπνάω γύρω στις έντεκα το πρωί (αργία σήμερα, μην το σχολιάσετε), κάνω ένα μπάνιο και κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Ανοίγω το ψυγείο και φτιάχνω ένα πρόχειρο σάντουιτς με σικάλεως, μοτσαρέλα, σολομό, μαρούλι και λιαστή τομάτα. Στο σαλόνι δίνω ρεύμα στην τηλεόραση και φορτώνω τον υπολογιστή. Ενώ τρώω το σάντουιτς… μπαίνω σε καθένα από τους τρεις λογαριασμούς e-mail που έχω για να ελέγξω την αλληλογραφία μου, όπως επίσης και στο MSN. Απαντάω σε δυο-τρία e-mails και συνδέομαι με τους υπολογιστές σε συστοιχία του Ιδρύματος Τεχνολογίας Έρευνας. Χμμ… γιατί είναι τόσο υψηλή η ενέργεια σήμερα στα ένζυμα που προσομοιώνονται; Για να δω… τι να φταίει; Α να το λάθος! Το ‘πνιξα στα νερά! Οικονομία! Δεν έχουμε κιόλας! Μα τι σκεφτόμουν; Τι ώρα πήγε; Πέντε; Ανοίγω τον Firefox και ψάχνω τιμές για την πτήση Αθήνα/ Dar Es Salam (Τανζανία). Ενδιαφέρον! Για να δω και το καραβάκι για Ζανζιβάρη… από Τανζανία. Χμμ... Φορτώνω το Word, τι να γράψω τώρα; Θα προλάβω μέχρι να πάμε για καφέ; Ε καλά, αν είναι το συνεχίζω αργότερα… για το Νικόλα, τον Αντρέα, την Ιουλία και τη Μαρία θα γράψω!

Αθήνα, Γενάρης 2008. Περιμένω το τρένο στο σταθμό Μοναστηράκι. Πίσω μου ο Νικόλας με ένα φίλο του, τον Αντρέα, όχι πάνω από δεκατριών χρονών και οι δυο συζητάνε για το καινούριο κινητό της Ιουλίας. «Σου λέω κάμερα πέντε mpixel, αν δεν πιστεύεις πάρε τηλέφωνο να τη ρωτήσεις, διακόσια ευρώ, χθες το αγόρασε ο πατέρας της για τα γενέθλια. Δεν ήρθες. Ήταν και η Μαρία εκεί, έχασες! Μισό... έλα θείε τι κάνεις; ...από τα Multirama στο The Mall, τριάντα ευρώ, αφού το είπα στη θεία... ναι, έχει και ραδιόφωνο και παίρνει μέχρι και δέκα χιλιάδες mp3... εγώ ανεβαίνω Κηφισιά, αν είναι θα περάσω σε λίγο από το σπίτι σου να το δεις... οκ, bye». «Θα πας στο θείο σου μετά;». «Ναι, μάλλον θα αγοράσει το ίδιο mp3 player». «Ωχ, ρε ξέχασα την τσάντα στο καφέ στο Θησείο. Πάμε πίσω». «Ήρθε το τρένο, πήγαινε μόνος σου, έχω δουλειά ρε μετά, σιγά μην τη βρεις».


Για Χιροσίμα, Μάρτης 2005. Βλέπω ένα κύριο με γυαλιά. «Συγνώμη πώς θα πάω στο σταθμό Σιν-Όσακα; Αυτό είναι το σωστό τρένο;». «Χε, ναι, από που έρχεσαι;». «Από την Ελλάδα». «Ω, πολύ ωραία». Πιάσαμε συζήτηση. «Εγώ μένω στη Χιροσίμα, να έρθεις όποτε μπορέσεις να σου δείξω την πόλη μας, εκεί που έπεσε η ατομική βόμβα». «Ευχαριστώ». «Εγώ είχα πάει με τη γυναίκα μου και τα τέσσερά μου εγγόνια, το Νικόλα, την Ιουλία, τη Μαρία και τον Αντρέα, σε κάτι φίλους στο Λας Βέγκας. Πηγαίνουμε πολύ συχνά και τους επισκεπτόμαστε οικογενειακώς».

Οκαζάκι, Μάρτης 2005. Πηγαίνω στο κατάστημα ηλεκτρονικών να αγοράσω κινητό. Το πρωί βάζω τη γραμματέα του Πανεπιστημίου, την Ιουλία, να μου γράψει στα Ιαπωνικά ότι ψάχνω το πιο φτηνό κινητό, με αγγλικό menu, που να μπορώ να μιλάω με προπληρωμένη κάρτα ανανέωσης με Ελλάδα και να είναι και Vodafone. Πλησιάζω στο ταμείο, δίνω στη Μαρία το χαρτάκι στα Ιαπωνικά. Μου ζητάει διαβατήριο, της το δίνω... «Α, όχι τέτοιο, Ιαπωνικό μόνο».... «ΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΒΡΩ ΤΟ ΙΑΠΩΝΙΚΟ;;;». Α κοπελιά και σε είχα συμπαθήσει! Μου ζητάει φοιτητική κάρτα… της δίνω αυτή την International Student Identity που έβγαλα στο Ηράκλειο. Να δεν πήγαν χαμένα τα δεκατρία ευρώ… τη βλέπει, χαίρεται προς στιγμήν, αλλά μετά «Μα δεν αναφέρει διεύθυνση κατοικίας». «Να στην πω τη διεύθυνση». Ούτε που κατάλαβε τι της έλεγα... μόνο ιαπωνικά μιλούσε... της λέω του σπιτιού στην Ελλάδα, στην Ιαπωνία της εστίας – τίποτα, ανένδοτη! Α Μαράκι δεν θα τα πάμε καλά! «Όχι, θέλω χαρτί που να τη γράφει». Περνάνε τριάντα λεπτά στη νοηματική και αρχίζω να ξεπατικώνω τον E.T. “Please, Phone HOME, Please Phone HOME” να της λέω και σα να με λυπάται... αποφασίζει να πάρει τηλέφωνο στα κεντρικά της Vodafone που μιλάνε αγγλικά και να μου εξηγήσουν. Παίρνει, μιλάω... η κοπέλα στη γραμμή ευγενέστατη, της εξηγώ τι θέλω, πόσο θα μείνω, ότι μένω στην εστία... «Όλα καλά, μπορείτε να περάσετε σε μία ώρα να πάρετε το κινητό σας». Κάνω μια βόλτα... επιστρέφω… ωρύεται να της δώσω χαρτί που να γράφει τη διεύθυνση ή πιστωτική κάρτα ή άδεια οδήγησης. «Α έχω άδεια οδήγησης». «Ιαπωνική;» Ε ρε μανία το Μαράκι! Το κλειδί-κάρτα του εργαστηρίου μου γράφει μια διεύθυνση! Της δίνω την κάρτα-κλειδί. «Πιστωτική;». «ΝΑΙ». Σημειώνει τη διεύθυνση και τη βλέπω να κατευθύνεται προς το μηχάνημα.... της φωνάζω: «Μετρητά Μαρία, με μετρητά θα πληρώσω!». Μετά από μισή ώρα φορτίζω το νέο μου κινητό. Γεια σου Μαρία…
Την επόμενη επιστρέφω από το Πανεπιστήμιο αργά το βράδυ. Έχασα το δρόμο. Προς τα που να πάω τώρα στο σπίτι; Να σου η Ιουλία με την Μαρία στις σχολικές τους ποδιές να έρχονται κατά πάνω μου. Μα καλά σε έρημο δρόμο δυο κορίτσια μόνα αργά το βράδυ; «Συγνώμη, μιλάτε αγγλικά; Που είναι η εστία Μισίμα; Από ‘δω είναι». «Ναι». «Ή από ‘κει;». «Ναι». «Μήπως από πίσω;». «Ναι». Βλέπουν την απόγνωσή μου. «Έλα να σε πάμε». «Ευχαριστώ».
Την επόμενη μέρα το βράδυ βρίσκομαι σε ένα όνσεν ή αλλιώς θερμές-ιαματικές πηγές. «Από ‘δω είναι των αντρών», μου λέει ο υπάλληλος. Μου παίρνει λίγο να ξεπεράσω το σοκ του γυμνισμού. Βλέπω πάλι το Νικόλα με τους φίλους του, όλοι γύρω στα δεκαεπτά-δεκαοχτώ. «Πήγες στην παγκόσμια έκθεση στη Ναγκόγια;». «Όχι ακόμα, ελπίζω τον επόμενο μήνα, είναι καλά;». «Δεν ξέρουμε, θα πάμε αυτή την εβδομάδα. Από που είσαι;». «Από την Ελλάδα». «Εμείς είμαστε από την πόλη Τογιότα, λίγο πιο βόρεια από το Οκαζάκι, αλλά ερχόμαστε συνέχεια εδώ και περνάμε την ώρα μας, στα λουτρά, αυτή είναι η έξοδός μας. Πώς σου φαίνεται η Ιαπωνία;». «Δύσκολο το φαγητό». «Ναι, είχα πάει με τους γονείς μου στην Βενετία. Έχετε διαφορετικό φαγητό στην Ευρώπη... πιο έντονη γεύση». «Ναι, κάπως έτσι».


Βρίσκομαι στο Τόκιο. Να τις πάλι! Η Μαρία και η Ιουλία με βαμμένα ροζ μαλλιά και άκρως περίεργο ντύσιμο μπαίνουν σε ένα ταχυφαγείο αμερικάνικης αλυσίδας (Friday’s αν θυμάμαι καλά) στην περιοχή Γκίνζα. Μα καλά εδώ έχουν ξεφύγει λίγο στο ντύσιμο! Στα κινητά τους κρέμονται αστραφτερά δακτυλίδια. Περιμένουν στη σειρά για τραπέζι. Μέσα πανικός από νέους, α να κι ο Νικόλας! Σιγά μην έλειπε! Την επόμενη μέρα στο τρένο για Οσάκα. Μπροστά μου ο κακομαθημένος Αντρέας στα δέκα του παίζει με το mini-playstation του και τσιρίζει. Κάνει θόρυβο που παραπέμπει σε φόρμουλα 1 στο πιο εκνευριστικό του (ε μικρό παιδί είναι).
Μετά από μια ώρα που η μάνα δεν έδινε σημασία, ενώ της έλεγα «excuse me, excuse me, miss…» και ο πονοκέφαλός μου με εξωθούσε να χτυπάω το κεφάλι μου στο παράθυρο, το πιάνω από τα μαλλιά και το ανασηκώνω. Γυρίζει πίσω, με βλέπει. Δεν ξαναμίλησε. Η μάνα του κοιμόταν δίπλα. Τι αναισθησία! Παρά δίπλα δυο Γιαπωνέζες (ξέρετε για ποιες λέω) με τα palmtops με βλέπουν και χαμογελούν.








Amsterdam, Απρίλης 2007. Κάνουμε βόλτα στα σοκάκια πίσω από την Ρέμπραντπλάιν. Δίπλα σε μια γέφυρα η παρέα των τεσσάρων φίλων μας, γύρω στα είκοσι τώρα πια, είναι καθισμένοι στο τσιμέντο μπροστά από κάποιο κτήριο σε κύκλο. Κάτι καπνίζουν. Δεν καταλαβαίνουμε τι λένε. Στρίβουν συνέχεια τσιγάρα. Τα ρούχα τους καφέ ξεθωριασμένα και τα μαλλιά τους άλουστα για χρόνια πλεγμένα σε σκληρές πια κοτσίδες. Μα που πήγε το ροζ μαλλί; Το βράδυ στους δρόμους συναντάμε... μασκαράδες; Μπα όχι... έχει “zombie event” σε ένα club πιο κάτω. Παρέες ντυμένες σα να βγήκαν να ξεπιαστούν από τους τάφους τους... τι τρέλα κι αυτή! Κάπου θα ‘ναι και τα δικά μας, αλλά που να τους αναγνωρίσεις; Είναι και μικρό το Άμστερνταμ, καλά οι γονείς τους τα βλέπουν αυτά;

Οξφόρδη, Ιούνης 2007. Βαριά κτήρια. Όλη η πόλη ένα πανεπιστήμιο. Η Συντηρητικότητα της Αγγλίας σε όλο της το μεγαλείο; Μάλλον μόνο στα κτήρια! Προχωράμε στους δρόμους. Παντού βλέπεις αφρούς, γλυκά πεταμένα. Αποφοίτηση. Φοιτητές με στολές απονομής τρέχουν στους δρόμους. Πετάνε γλυκά και τούρτες ο ένας στο άλλο. Όλοι με μια μπίρα ή μπουκάλι σαμπάνιας στο χέρι. Οι στολές της απονομής έχουν χάσει το μαύρο χρώμα τους και φαίνονται γκρίζες. Όχι από την πολυκαιρία, αλλά από το ξεφάντωμα με... αλεύρι ή ξεραμένο αφρό; Η Ιουλία και ο Αντρέας κρατάνε και λουλούδια που δεν μπόρεσαν ούτε αυτά να αντισταθούν στους ξέφρενους πανηγυρισμούς και άλλαξαν χρώμα και... γεύση. Ο Νικόλας με τη Μαρία τους πετάνε σαμπάνια από ένα μπουκάλι στα κεφάλια…

Νότια Γαλλία, Ιούλης 1989. Μαζεμένα παιδιά στην πλατεία του χωριού στα σύνορα με την Ισπανία. Πέντε ταύροι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα πρόχειρα κατασκευασμένο σιδερένιο φράκτη. Γύρω πετρόχτιστα ετοιμόρροπα σπιτάκια. Στις σχισμές ανάμεσα στις μαυρισμένες πέτρες έχουν φυτρώσει χορταράκια. Ήρθε η ώρα. Ελευθερώνονται. Όλοι τρέχουν στους πλακόστρωτους δρόμους του χωριού. Μπροστά τα τέσσερα παιδιά φωνάζουν και γελούν. Πίσω οι μεγαλύτεροι. Πιο πίσω οι ταύροι. Επέτειος από τα διακόσια χρόνια της Γαλλικής επανάστασης. Επιτέλους βρίσκω το σπίτι. Χτυπάω την ξύλινη πόρτα και μπαίνω μέσα. Τη Γλίτωσα! Ακούω φωνές έξω. Πολλά παιδιά! «Πήγαινε στο χωράφι να πεις του Jean-Paul να σου δώσει βασιλικό». «Τώρα; Δεν έφυγαν οι ταύροι». «Να πας από τον πίσω δρόμο, δεν πειράζει, θα το βρεις;». «Ναι, μάλλον». «Οκ, μη χαθείς!». Βγαίνω έξω... άφαντοι οι ταύροι, άφαντοι και ο Νικόλας, η Μαρία, ο Αντρέας και η Ιουλία, μα εδώ ήταν! ...ευτυχώς σημαίνει πώς και οι ταύροι είναι μακριά! Τώρα πώς είπαμε ότι πάω στο χωράφι; Ας ρωτούσα αφού δε θυμόμουν, αλλά τι να με περάσουν για ηλίθιο; Ε καλά μικρό παιδί είμαι, ας πάω να ρωτήσω, θα δικαιολογηθώ. Μπαίνω πάλι μέσα στο σπίτι. «Ε… πώς είπαμε πώς πάω στο χωράφι;».

Ασουάν, Ιούλης 2003. Υγρασία και ζέστη το βράδυ στο Ασουάν. Μπαίνω σε μια κοπτική εκκλησία. Άδεια από τοιχογραφίες. Η πρώτη εντύπωση: μου θύμισε θέατρο. Μόνο πίνακες σα σε έκθεση ζωγραφικής. Γίνεται γάμος. Ο άντρας καθισμένος σε μια καρέκλα, ντυμένος με μια κόκκινη κάπα. Η Γυναίκα δίπλα του και αυτή καθισμένη στη “σκηνή”. Ακούγονται περίεργοι αλαλαγμοί που αντηχούν στους άδειους τοίχους. Πλησιάζω την Ιουλία που κάθεται με την μητέρα της. «Γίνεται γάμος; Γιατί κάνετε αυτούς τους θορύβους;». Δεν μου απαντάει. Σε δευτερόλεπτα βλέπω τον Αντρέα να έρχεται κατά πάνω μου. «Το σημείο που βρίσκεσαι είναι μόνο για γυναίκες, έλα από την άλλη πλευρά, αν θες να μείνεις στην εκκλησία. Σε παρακαλώ μην ενοχλείς τα κορίτσια». «Συγνώμη». Βλέποντας καλύτερα διαπιστώνω ότι στην πλευρά μου ήταν μόνο γυναίκες – κορίτσια, ενώ από την απέναντι πλευρά μόνο άντρες. Σφάλμα!

Μόσχα, Ιούλιος 2002. Βραδάκι. Παίρνω το μετρό από την Κιέβσκαγια. Κατεβαίνω σε μια στάση πίσω από την Κόκκινη πλατεία. Στους δρόμους βλέπεις μόνο νέους να τρεκλίζουν. Ο καθένας από μια μπίρα στο χέρι. Μπίρα; Όχι Βότκα; Μάλλον είχα καταλάβει λάθος. Αγόρια και κορίτσια. Τραγουδάνε και πίνουν, πίνουν και τραγουδάνε. Μάλλον έχουν συνηθίσει να πίνουν λόγω κρύου. Καλά έτσι ξεροσφύρι; Μα τι τραγουδάνε; Δεν μπορώ να πιάσω τους στίχους κανενός τραγουδιού. Ρώσικα μάλλον ή αγγλικά με ρώσικη προφορά. Βλέπω την Ιουλία και τη Μαρία. Να γιατί είναι αυτές με τα πόδια έξω, πίνουν και ζεσταίνονται… κάθομαι σε ένα καφέ σε μια πλατεία, παίρνω Perrier και πληρώνω. Δίνοντας το χαρτονόμισμα διαπιστώνω ότι έχει τη φωτογραφία του απέναντι κτηρίου τυπωμένη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φάνηκε πολύ περίεργο. Απίστευτο… μα τι λέω; Λογικό!

 Πισάχ (Περού), Ιούλιος 2004. Λίγο έξω από το Cuzco, σε ένα χωριό, ανοίγω το παράθυρο του δωματίου μου. Κάτι ψήνουν στον απέναντι φούρνο. Κατεβαίνω και πάω στο δίπλα σπίτι. Στην αυλή με χωμάτινο δάπεδο και σκόρπια φυτρωμένα χόρτα υπάρχει ένας πέτρινος τεράστιος φούρνος σε μια γωνιά. Δύο παιδιά, όχι πάνω από δέκα χρονών, βοηθούν τη μητέρα τους να φουρνίσει τις λιχουδιές. Τι είναι αυτά; Μλιάχ! Δύο ταψιά και μέσα φρεσκοψημένα ποντίκια... τι ωραία! Βλέπω το Νικόλα να πιάνει ένα ποδαράκι και να το τρώει. «Πάμε να φύγουμε».

Λίγο αργότερα τον βλέπω μαζί με τον Αντρέα να κάθονται δίπλα στον πάγκο της μητέρας τους στο πανηγύρι. Πουλάνε τα φρεσκοψημένα “καλούδια” στην πλατεία του χωριού στο απέναντι πεζοδρόμιο από την εκκλησία. Στο βάθος ακούγονται φωνές, όλοι γυρίζουν. Η παρέλαση άρχισε. Η μυρουδιά από καραμέλα και μπαχάρια και γλυκοπατάτες και σκόνη και υγρασία και αυτή ενός ριζότο από θαλασσινά έκδηλη στον αέρα. Τα παιδιά χοροπηδάμε και δείχνουν τους μασκαρεμένους που φέρνουν την εικόνα της Παναγίας στους ώμους. Φεύγουν από τον πάγκο και πηγαίνουν προς την εκκλησία. Μπαίνω μέσα. Μπουλούκι, δεν μπορείς να προχωρήσεις. Η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα… μήπως να ‘ταν καλύτερη η κοπτική εκκλησία με την αυστηρότητα του διαχωρισμού των φύλλων; Μπα… όχι…
Φτάνω στη Lima, την επόμενη, στην περιοχή Miraflores. Παραγγέλνουμε σεβίτσε και θαλασσινό ριζότο σε ένα εστιατόριο στον επάνω όροφο του συγκροτήματος καταστημάτων και εστιατορίων. Απέναντί μου… μα βλέπω καλά; Η Ιουλία με τον Αντρέα φιλιούνται με φόντο τα κύματα του Ειρηνικού. Μα καλά αφού δε φυσάει, πώς έχει κύματα; «Μέσα στον Ειρηνικό έχει καταιγίδα… γι’ αυτό και τα κύματα». Α ναι! “Ειρηνικό” τον είπαν κατ’ ευφημισμό!



Νέο Δελχί, Ιούλιος 2006. Είμαι μέσα στο λεωφορείο. Η κίνηση είναι ανυπόφορη. Μπροστά γίνεται πανικός. Γύρω στα είκοσι αυτοκίνητα έχουν μπλοκάρει. Δεν πάνε ούτε πίσω, ούτε μπρος. Στις καρότσες στοιβάζονται εξαθλιωμένοι... οι εργάτες να πω; Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι και επιχειρηματίες που πηγαίνουν στο Νέο Δελχί με αυτόν τον τρόπο. Απ’ έξω από τα παράθυρα βλέπω τη Μαρία, την Ιουλία και τον Αντρέα πάλι (έλεος, όχι άλλο!). Η μεγαλύτερη, η Μαρία, κρατάει το μωρό Νικόλα στην αγκαλιά. Προτείνουν το χέρι στα παράθυρα σε στάση ζητιάνου. Στη συνέχεια το βάζουν στο στόμα σα να προσπαθούν να φάνε μια ανύπαρκτη μπουκιά. Η Μαρία βάζει το χέρι της και στο στόμα του μωρού, σα να το ταΐζει... και πάλι τα χέρια στα παράθυρα.
Κατεβαίνω από το λεωφορείο στη Τζαϊπούρ. Στο χέρι μου κρατάω ένα εμφιαλωμένο νερό που το καπάκι του έχει γίνει κίτρινο από το betadine. Απέναντί μου ο Αντρέας (μα πότε πρόλαβε;) να πίνει νερό από μια υπαίθρια βρύση. Βλέπω καλά; Το νερό έχει χρώμα κίτρινο. Του δίνω το εμφιαλωμένο. Το κοιτάζει με περίεργο βλέμμα και το αφήνει κάτω. Γυρίζει και συνεχίζει να πίνει από τη βρύση. Για μένα φάνηκε το πιο περίεργο πράγμα στον κόσμο, γι’ αυτόν καθημερινότητα.




Σιγκαπούρη, Αύγουστος 2007. Μόλις παραγγείλαμε. Ψαρικά, τι άλλο; Σιγκαπουριανό στυλ. Δεν είχαμε προλάβει να δώσουμε πίσω τους καταλόγους και εμφανίζεται μια παρέα επτά κοριτσιών. Κάθονται στο μπροστινό ξύλινο τραπέζι. Τα μαλλιά καρέ, ελαφρά β(λ)αμμένες. Κοντές φούστες, χαζοχαρούμενες. Τσιρίζουν και χαχανίζουν. Δεν είχαν περάσει δύο λεπτά και στο τραπέζι τους εμφανίζονται εννιά φωτογραφικές μηχανές. Εννιά για επτά άτομα; Έλεος! Η Μαρία και η Ιουλία κρατάνε από δύο! Εναλλάξ άρχισαν να βγάζουν φωτογραφίες η μία την άλλη καθώς κοίταζαν τον κατάλογο. Οι ψηφιακές περασμένες με λουράκι στα χέρια. Σε καμιά ωρίτσα έρχεται και η τούρτα. Όπως φαίνεται η Ιουλία έχει γενέθλια. Το προσωπικό του μαγαζιού πάει στο τραπέζι τους και της τραγουδάει το “happy Birthday” σε μια έκδοση που περιλαμβάνει και την επωνυμία του μαγαζιού στους στίχους. Στην εποχή των φιλμ θα είχαν θησαυρίσει τα φωτογραφεία μόνο από εκείνη την παρέα.

Κουάλα Λουμπούρ, Ιούλιος 2007. Καθόμαστε σε ένα Λιβανέζικο εστιατόριο κάτω από τους δίδυμους Petronas. Ορισμένα τραπέζια είναι απομονωμένα με κουρτίνες. Ένα νεαρό ζευγάρι πλησιάζει και κάθεται στο πίσω τραπέζι. Ο Νικόλας με μούσι φοράει ένα άνετο άσπρο πουκάμισο και βερμούδα. Η γυναίκα μια μαύρη κελεμπία. Αυτός κάθεται με την πλάτη στον τοίχο, ενώ αυτή με την πλάτη στο υπόλοιπο εστιατόριο. Δεν μπορώ να ακούσω τι λένε. Στο απέναντι τραπέζι ο Αντρέας ηλικίας όχι πάνω από δεκαπέντε-δεκάξι κάθεται στο τραπέζι με οκτώ γυναίκες, όλες στα μαύρα. Συνεχώς κοιτάζει δεξιά αριστερά. Αν κρίνω από τις σιλουέτες οι γυναίκες φαίνονται από δεκατριών έως ογδόντα χρονών. Έρχεται ο σερβιτόρος. Παραγγέλνει το αγόρι για όλες. Αυτές δεν κοιτούν καν το σερβιτόρο. Τώρα να σας πω την αλήθεια ίσως κάπου εκεί να ήταν και η Ιουλία με τη Μαρία, αλλά πώς να τις αναγνωρίσω;

Αλ Ντόχα, Ιούλης 2007. Στο αεροδρόμιο περιμένω την πτήση της επιστροφής για Αθήνα. Απέναντί μου έρχεται μια παρέα γυναικών. Μάλλον ντόπιες, από το Κατάρ. Όλες στα μαύρα. Δεν φαίνονται ούτε μάτια, ούτε χείλη. Ένα μικρό κοριτσάκι ανασηκώνει λίγο τη μαύρη κελεμπία. Τζιν με στρας και μια ωραία ροζ μπλούζα που αφήνει ακάλυπτη σχεδόν όλη την κοιλιά προβάλει. Υπάρχει επίσης και ένα δακτυλίδι στον αφαλό. Με γρήγορες κινήσεις κατεβάζει πάλι την κελεμπία. “Για τα μάτια σου μόνο”, που λέμε! Να ‘ταν… ποια; Κάτι μου θυμίζει όμως αυτή η κοιλιά!

Πεκίνο, Σεπτέμβρης 2001. Παρά τους φρενήρεις ρυθμούς ανοικοδόμησης πολυκατοικιών και ουρανοξυστών γύρω μου, στο Πεκίνο βρίσκει κανείς ακόμα τα χουτόνγκ. Μικρά χωριουδάκια σκόρπια μέσα στην πόλη, όπου οι άνθρωποι ζουν σε παράγκες ή κακοχτισμένα και στοιβαγμένα χαμόσπιτα. Τόσες έντονες αντιθέσεις δίπλα – δίπλα δεν θυμάμαι να έχω δει κάπου αλλού. Περνάω μπροστά από ένα σπιτάκι. Ρωτάω που μπορώ να αγοράσω ένα wok, το κινέζικο τηγάνι. Με βάζουν μέσα στο σπίτι, η κουζίνα μου θύμισε το χωριό μου. Προσφέρονται να μου πουλήσουν το δικό τους. Τηγάνιζαν μπανάνες, βγάζουν το wok από τη φωτιά και πετάνε το λάδι. Ένα μαύρο στραβό wok. Βλέπουν την έκπληξη στο πρόσωπό μου. Οι δύο γιοι της οικογένειας προσφέρονται να πάνε να μου αγοράσουν ένα καινούριο. Περιμένω λίγο και να! Ο Νικόλας με τον Αντρέα έρχονται λαχανιασμένοι. Ένα ολοκαίνουριο wok. Τους δίνω τα λεφτά και κάτι παραπάνω. Ευχαριστημένοι με χαιρετούν και δείχνει ο ένας στον άλλο τα λεφτά με χαμόγελο.  Πλήρωσα παραπάνω, το ξέρω. Μια φορά το έχω χρησιμοποιήσει από τότε! Ίσως έπρεπε να πάρω το παλιό και να τους αφήσω το καινούριο!

Μπέρβελι Χίλς, Οκτώβρης 2007. Προχωράω στο Ρόντεο ντράιβ. Τι περίεργοι φοίνικες που υπάρχουν στο Λος Άντζελες. Ψηλοί, πανύψηλοι και στην κορυφή μια φούντα από φύλλα. Μπαίνω σε ένα μαγαζί Bang & Olufsen. Ο μικρός Νικόλας κρατάει τη μητέρα του από το χέρι. «Αυτό μ’ αρέσει καλύτερα», δείχνει ένα κινητό. «Μπορείτε να μας δείξετε αυτό το κινητό, παρακαλώ», απευθύνεται η μητέρα στον πωλητή. «Μα φυσικά». «Πόσο κοστίζει;». «Η τιμή του ανέρχεται στα χίλια πεντακόσια δολάρια». «Σ’ αρέσει μωρό μου;». «Ναι, νομίζω είναι το καλύτερο που έχω δει». «Ωραία, μπορείτε να μας το κρατήσετε. Θα επιστρέψουμε σε λίγο». «Ευχαρίστως». Η μαμά και το αγοράκι βγαίνουν έξω. Τους ακολουθώ για να ακούσω την επόμενη συνομιλία. «Ίσως βρούμε και κάτι καλύτερο, νομίζεις;», απευθύνεται στη μητέρα του. «Δεν ξέρω, είναι καλά αυτά τα μοντέλα, λίγο ακριβά, βέβαια». Χαίρομαι, μάλλον το υιοθέτησαν από το Ν. Δελχί στο Beverly Hills, αλλά άλλαξαν και οι απαιτήσεις του; Από ένα κομμάτι ψωμί που ζητούσαν οι αδερφές του γι’ αυτόν τώρα ζητάει κινητό;

Σαν Φρανσίσκο, Οκτώβρης 2007. Ακούω φασαρία στο δρόμο. Η ώρα είναι μία το πρωί. Ανοίγω το παράθυρο να κοιτάξω έξω. Κρύο. Ο Νικόλας είναι αυτός που τρέχει; Ποιος τον κυνηγάει; Πίσω του τέσσερις αστυνομικοί. Τον προλαβαίνει ο Αντρέας και τον ακινητοποιεί στο οδόστρωμα. Έρχονται και οι υπόλοιποι, του βάζουν χειροπέδες. Ακόμα στο έδαφος. Στη συνέχεια έρχονται τρία περιπολικά. Το φως από τις οροφές τους διαχέεται κβαντικά σε όλο το χώρο. Περνάει και μέσα στο δωμάτιο που βρίσκομαι. Μετράω δεκαπέντε αστυνομικούς, ανάμεσά τους και η Μαρία (από ταμίας στο Οκαζάκι, αστυνομικός στο Σαν Φρανσίσκο;). Πω, πω! Ωραία με τη στολή! Της πάει! Όλοι ένας – ένας δίνει συγχαρητήρια διά χειραψίας στον Αντρέα που έπιασε πρώτος το αγόρι. Αυτός, γύρω στα είκοσι-είκοσι ένα όλο χαρά με ένα χαμόγελο που περισσεύει από το πρόσωπό του. Πάει για προαγωγή; Ή απλώς περιμένει τα εύσημα ανώτερων; Σηκώνουν το αγόρι από κάτω και το βάζουν στο περιπολικό. Όταν όλοι φεύγουν, ένα παπούτσι και ένα κασκόλ μένει στο δρόμο. Τα προσπερνάω το επόμενο πρωί πηγαίνοντας στο μαγαζί της Apple. Μπαίνω μέσα και χαζεύω επί μια ώρα το iPhone. Δίπλα μου μια παρέα δεκαπεντάχρονων κάνει το ίδιο. Μα βλέπω καλά; Ο Νικόλας και ο Αντρέας είναι πάλι μαζί; Καλά πότε τον άφησαν; Στέλνουν και e-mail. Εγώ δεν τα κατάφερα. Εκνευρίστηκα από το gmail που δεν συνεργαζόταν καθόλου καλά ή μάλλον κάτι κάνω λάθος.

No comments:

Post a Comment