Monday, August 30, 2010

Ο προορισμός έχει σημασία!

Ερώτηση: Ποιό αυτοκίνητο έχει πρoτεραιότητα;
Απάντηση: Αυτό που έχει τον πιο ηλίθιο οδηγό!

Δεν ξέρω για εσάς, εμένα ωστόσο στα μαθήματα οδήγησης μου έμαθαν τις προτεραιότητες  αναφορικά με το "σου ΄ρχεται από δεξιά ή αριστερά", τα STOPs στο δρόμο, την ανηφόρα και την κατηφόρα. Αμ δε! Λάθος μου τα μάθαμε, όπως φαίνεται, ή τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε που πήρα το δίπλωμα οδήγησης.
Βρίσκομαι σε δρόμο προτεραιότητας με δύο λωρίδες ανά ρεύμα, καθώς φεύγω από το Πανεπιστήμιο. Στα αριστερά μου η είσοδος προς εθνική και στα δεξιά μου ένας παράδρομος με ΝΑ (μετά συγχωρήσεως, ένα κατακόκκινο STOP. Καλά, εντάξει, για το χρώμα όρκο δεν παίρνω κιόλας, διότι ήταν ολίγον ξεθωριασμένο, αλλά δεν έχει σημασία). Καθώς προχωράω, βλέπω μια "καθώς πρέπει" κυριούλα να βγαίνει από τον παράδρομο στα δεξιά, κοιτάζοντας μόνο προς τα δεξιά της. Eμένα, δηλαδή, όπως και το διπλανό μου αυτοκίνητο, ούτε να μας δώσει την παραμικρή σημασία! Σκέφτομαι "ωχ βλακεία θα γίνει", επιβραδύνω με την ελπίδα "μπα θα σταματήσει, δεν μπορεί"... και τσούπ πετάγεται στη μέση του δικού μας ρεύματος! Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι το στρίγκλισμα από 8 λάστιχα (τα δικά μου και του διπλανού)... "Που πας κυρά μου; Θα μας σκοτώσεις!". Η "καθώς πρέπει" κυρία που έχει γίνει εν τω μεταξύ "καθώς δεν πρέπει" μας δείχνει τη δυσαρέσκειά της με μια επαναλαμβανόμενη παλινδρομική κίνηση του χεριού της. "Μα που πας; Το STOP δεν το βλέπεις κυρά μου;". Η αλήθεια είναι πως "κυρά μου" δεν την είπα, αλλά ντρέπομαι να επαναλάβω τώρα τον ακριβή χαρακτηρισμό, έχω και κάποιο επίπεδο όταν γράγω (μόνο όταν γράφω όμως... όταν οδηγώ το χάνω διότι βλέπω επιβεβαιώσεις του χαρακτηρισμού αυτού). "Εγώ θέλω να πάω εθνική και έχω προτεραιότητα!", να ωρύεται. "Κι εγώ θέλω να πάω Ζανζιβάρη, 8 ώρες από Κωνσταντινούπολη, έχω προτεραιότητα; Μα τι μας λες τώρα [μπιπ];", της απαντάω. Ο διπλανός οδηγός να αρχίζει τα γέλια και να κουνάει το κεφάλι του, ενώ αυτή, η "καθώς δεν πρέπει", επαναλαμβάνει την παλινδρομική κίνηση με το αριστερό της χέρι, βάζει μπροστά (μια που της είχε σβήσει κιόλας), "Να μάθετε να οδηγείτε και μετά να φωνάζετε", συνεχίζει το παραλήρημα και τσουπ... βρίσκεται στο αντίθετο ρεύμα... κι άλλα κορναρίσματα...
Μα αφού η κυριούλα θέλει να πάει εθνική... τι λέμε τώρα! Να αδειάσει ο δρόμος, έχει προτεραιότητα! Εγώ; Να σπίτι πάω... και ο άλλος, ο διπλανός μου; Να πάρει την κόρη του από το σχολέιο... τι να συναγωνιστούμε τώρα; Την εθνική; Μα δεν γίνεται! Μην επιμένετε, είχε δίκιο! Χίλια συγνώμη της ζητώ.
"Κυρά, κυρά, εγώ θέλω να πάω Super Market, έχω προτεραιότητα; Να, να! Αυτόν σίγουρα για Mini Market τον κόβω, να του βγω από δεξιά, ε μα όχι και να με περάσει το Mini Market!". Όχι, μα δεν το δέχομαι, μην επιμένετε τώρα... θα του τη βγω από δεξιά...!

Friday, August 27, 2010

Ελλάδα: Ένα μήλο την ημέρα, το ταξίδι κάνει πέρα...

apple.com/retail/fifthavenue
Είμαι και φαν του μήλου, του δαγκωμένου, τι να κάνω; Μαζί με το πρωινό σάντουιτς, τον καφέ Σουμάτρα, το 'βγαζω κι αυτό στο τραπέζι να 'δω κανα e-mail, καμιά είδηση... όπως παλιά την εφημερίδα που δεν αγοράζω πια ή ακόμα παλιότερα, στο λύκειο, την Ιστορία που δεν χώνευα για να μάθω καμιά ημερομηνία. Λοιπόν, τα δαγκωμένα μήλα είναι πανάκριβα... στην Ελλάδα. Φτάνουν μέχρι €983 το κιλό στο είδος MacBook Pro 15'' Core i5 2.53GHz! Για να σε χορτάσει σου λέει, το 'χουν υπολογίσει, θες ακριβώς 2,54 Kg που σημαίνει €2497,00 μαζί με την 3-χρονη Μηλο-προστάτιδα εγγύηση μη στο φάει κανα σκουλήκι και ψάχνεσαι. Που να 'τα βρω; Έχουμε κρίση! Ευτυχώς δεν έχει σαπίσει ακόμα το δικό μου (μωρό ενός χρονού ακόμα) για να το αλλάξω, ωστόσο μ' αρέσει να ψάχνω τιμές για υπολογιστές και αεροπορικά εισιτήρια. Τι βίτσιο, θα μου πείτε, και μάλιστα σε άσχετα είδη! Αμ δε! Δεν είναι καθόλου άσχετα μεταξύ τους.
Ψάχνω που λέτε τιμή για 2,54 Kg μήλα 15'' στην Ελλάδα. Βρίσκομαι μπροστά στο μαγικό νούμερο: €2497,00. Ψάχνω το ίδιο είδος μήλου στη Νέα Υόρκη και βρίσκομαι μπροστά στην τιμή $2556,39 (2013,41)! Καλά φτήνια δεν το λες, βέβαια, αλλά το λες ωραιότατα κατά €483,59 χάσιμο. Απελπισία. Εμ το 'ξερα, δεν το ΄ξερα; Αλλά τόσο πια; Πριν ένα χρόνο αγόρασα το δικό μου 350 φθηνότερα στη Nagoya σε σχέση με την Ελλάδα. Ε έχουν μια αγάπη οι Ιάπωνες με τα μήλα (και τα σούσια, δεν λέω), οπότε μου κάνανε δωράκια... τι πρίζες, τι adaptors για projectors κτλπ... είχαν τα κέφια τους! Αλλά στην Ελλάδα μάλλον κάνουν καλύτερα δώρα. Ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη με τις τιμές που χρεώνουν. Να που κολλάει το βίτσιο με τα εισιτήρια! Ψάχνω για Νέα Υόρκη και βλέπω προσφορά της KLM πριν μια εβδομάδα 460! Κάνω τις πράξεις μου, ναι! Έχω πειστεί, δεν μπορεί! Στην Ελλάδα με την τιμή του laptop σου κάνουν και δώρο ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη! Σου δίνουν επιπλέον μια δωροεπιταγή €(2497,00-2013,41-460)=23,59 να δεις καμιά παράσταση στο Broadway, αν έχεις την υπομονή και περιμένεις με τις ώρες στο tkts στην Times Square. Όχι; Δεν σου κάνουν δώρο το ταξίδι; Εσύ τους το κάνεις; Α ρε συ... βλακεία!
Α όχι, αν θέλω να αγοράσω κάτι, θα πάω και το ταξίδι μου. Το ίδιο θα μου κοστίσει, μη σας πω λιγότερα! Θα έχω δει και tο kάτι tιs μου παραπάνω! Αν είσαι λίγο ψαγμένος σε αυτά, γλιτώνεις το φόρο στη Νέα Υόρκη κρατώντας το διαβατήριό σου κατά την αγορά (περίπου 164, δηλαδή πληρώνεις 1849,41 και βγάζεις και το ξενοδοχείο 2 μέρες!). Στην καλιφόρνια, πάλι, θα σας βγει λίγο ακριβότερο, καθώς οι φόροι αυξάνονται λόγω σεισμού, αλλά τι σας νοιάζει; Μάλλον θα τους γλιτώσετε... με το διαβατήριο.

Tuesday, August 24, 2010

Ποιά Pillar;

lumosity.com
Το ξέρω... άνω κάτω το blog από τις ημερομηνίες... σαν σκόρπιες σκέψεις που έρχονται στο μυαλό χωρίς να κοιτάζουν το χρόνο... συγνώμη ζητά άλλη μια νευρική απόληξη που ξύπνησε και πυροβολεί με νευροδιαβιβαστές τη σύναψή της για να μου θυμήσει και τούτο από το 2008. Άλλωστε οι σκέψεις μένουν στο σχετικό του χρόνου...











Βαρκελώνη, 4 Νοέμβρη 2008,

Φτάνω σπίτι και αρχίζω να ετοιμάζω το “pasta et patate”… τσιγαρίζω σε λάδι το κρεμμύδι και τα λουκάνικα Φρανκφούρτης, βάζω τις πατάτες, στη συνέχεια τον άνηθο (πήρα και πολύ, μη μου μείνει…), μετά το νερό, όταν χυλώσουν οι πατάτες βάζω τα μακαρόνια και… super πιάτο! Λίγο τυρί και…
Vodafone.es
Ντριιιιιιιιιιιιιιιιιιιν! Μα ποιος είναι; Πριν λίγο μιλούσα με Ηράκλειο για να ξεκαθαρίσω αν χρειάζομαι κύβο λαχανικών ή κοτόπουλου για τα ντολμαδάκια… Βλέπω το τηλέφωνο: 0035… ούτε ελληνικό, ούτε ισπανικό… τι στο καλό; “Ναι, Hello, Hola…” για να πιάσω όλες τις περιπτώσεις… “Hello, eh… hello… eh… I just called this number, I do not know who you are… eh…”… ωχ κάτι μου θυμίζει αυτό σαν τον άλλο που μου έλεγε στο τηλέφωνο ότι πήρε τυχαία να μιλήσει σε κάποιον γιατί δεν αισθανόταν καλά… απαντάω “Who are you?”… “Eh… this phone number used to be mine!”… Τι; Ποιο νούμερο; Μα τι λέει τούτη! Μου εξηγεί ότι έμενε στην Ισπανία κάποιο καιρό και είχε το δικό μου νούμερο. Έφυγε για το Λουξεμβούργο, όπου και μένει τώρα, αλλά όταν επέστρεψε στην Ισπανία τον Αύγουστο διαπίστωσε ότι το τηλέφωνό της με το ισπανικό νούμερο δεν δούλευε πια και από τη Βόϊδιαφον την πληροφόρησαν ότι είχε απενεργοποιηθεί! Αμ δε… προφανώς διαπιστώσαμε και οι δυο ότι δεν τα απενεργοποιούν, απλά τα δίνουν σε άλλους… και να μου λέει ότι έχει γνωστούς στην Ισπανία και θα πρέπει να την ψάχνουν στο δικό μου νούμερο… Pillar! “Are you Pillar?”… “Yes…”… α καλά! Την Κυριακή (της πορείας στην πλατεία Sants με την τραυματία) που μου ζήτησαν την Pillar… και ένα πρωί που μας ξύπνησε μια γυναίκα 10η φορά και ζητούσε την Pillar στις 8 παρά… es muerta, es muerta… να φωνάζω. 'Ελεος άφησέ μας κοπελιά να κοιμηθούμε και μια Κυριακή... για 10η φορά Κυριακή με ξυπνάς για την Pillar... Αλλά… να! Αυτή ζει και βασιλεύει στο… Λουξεμβούργο… μου έδωσε και το καινούριο της ισπανικό νούμερο για να το δίνω σε όποιον τη ζητάει…
Μα αν είναι δυνατόν! Εμ βέβαια, σε ποιόν θα συνέβαινε; Σε εμένα! αυτά που λέτε… κάποια πράγματα δεν αλλάζουν όπου και να ‘μαι… το παλαβό θα έρθει να με βρει… δεν ανησυχώ πια! Τώρα αισθάνομαι ολοκληρωμένος… που βρήκα πώς να το πω… όχι το “soul mate” μου, αλλά το “cell mate” μου… Κάπως έτσι… Es Vodafone… που λέει και η διαφήμιση…

Λίβανος 2010, μια χύτρα που βράζει...

Στα παλιά χρόνια λέγεται πως, πριν καν προσεγγίσουν τον Λίβανο, οι ναυτικοί μύριζαν το άρωμα των κέδρων από τη θάλασσα και τους τραβούσε σαν την πυξίδα που δείχνει τον βορρά. Φυσικά, αυτή την εποχή ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί στο ελάχιστο λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που επικρατούν το χειμώνα και τις χιονοπτώσεις ανά περιοχές, όπου παλιότερα υπήρχαν κεδροδάση. Ωστόσο, στο Becharri του βόρειου Λιβάνου μπορεί κανείς να βρει κέδρους 1000 ή ακόμα και 2000 ετών. Κατά διαστήματα και περπατώντας για αρκετή ώρα ανάμεσα στα δέντρα, ανέμου θέλοντος, διαπιστώνεις μια βραστή, βαριά ανάσα κέδρου να σου γαργαλάει τη μύτη. Αυτό να μύριζαν οι ναυτικοί χρόνια πριν προσεγγίζοντας τη χώρα;
Φτάνοντας στον Λίβανο και το αεροδρόμιο της Βηρυτού στα τέλη Ιούλιου διαπίστωσα αυτό που περίμενα. Ζέστη και υγρασία. Ήταν λες και μας είχαν βάλει σε μια χύτρα ταχύτητας με λιβανέζικο foul (πρωινή σούπα με κουκιά, ρεβύθια, λεμόνι…), με το καπάκι κλειστό. Δεν είναι έτσι ο καιρός… έχουμε καύσωνα χωρίς προηγούμενο! Δεν είναι έτσι; Μα εγώ έτσι τον περίμενα! Μπα… έχει δροσούλα στον Λίβανο! Δροσούλα; Μήπως έχουν αποδώσει άλλη έννοια στη λέξη δροσούλα; Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το σπίτι, στο προάστιο Ajaltoun ψηλά στο λόφο, συναντήσαμε περισσότερους στρατιώτες να περιπολούν κι από όσους είχα δει στη στρατιωτική μου θητεία. Τα όπλα σε θέση αναγνώρισης και με πλήρη εξάρτηση. Μοιάζει εμπόλεμη ζώνη. Μήπως είναι; Τρεις μέρες μετά και ένα θερμό επεισόδιο στα νότια σύνορα με το Ισραήλ, με ανταλλαγή πυρών, όπου σκοτώθηκαν δύο Λιβανέζοι στρατιώτες και ένας Ισραηλινός αξιωματικός, μας επιβεβαίωσε το θερμό κλίμα της Μέσης Ανατολής. Χύτρα που βράζει, καλά το είπα στην αρχή, αν και για διαφορετικό λόγο.
Γνωρίζετε να παίζετε χαρτιά και τάβλι στην Ελλάδα; Φυσικά! Α κι εμείς… ξέρετε στα καταφύγια που πηγαίνουμε, όταν ακούσουμε τις σειρήνες, δεν έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε όλη μέρα και ίσως για εβδομάδες… παίζουμε χαρτιά να περνάει η ώρα. Ακούγεται σοκαρίστικό, αλλά το προφέρουν με απόλυτη ηρεμία και αποδοχή. Πώς αποδέχεσαι κάτι τέτοιο; Μάλλον δύσκολα, αν συνειδητοποιήσουμε πως 4,5 εκατομμύρια Λιβανέζων ζουν στον Λίβανο, ενώ τα υπόλοιπα 10 βρίσκονται ως μετανάστες εκτός. Ακόμα όμως αντηχεί στα αυτιά μου το ‘δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο όλη μέρα’. Δεν μπορώ να το ξεχάσω, όπως δεν μπορώ να ξεχάσω την ομίχλη το κατακαλόκαιρο! Σαν τους υδρατμούς στο εσωτερικό της χύτρας που όταν ανοίγουμε τη βαλβίδα στο καπάκι εκτονώνονται. Παρά τα 4,5 μόλις εκατομμύρια κατοίκων (και τα 10 στο εξωτερικό), παρά τους πολέμους, με τους τελευταίους το 2008 και 2006 με το Ισραήλ, η στρατιωτική θητεία δεν είναι υποχρεωτική, αλλά εθελοντική. Κι αυτό σοκαριστικό. Δεν είναι υποχρεωτική; Αυτοί όλοι δηλαδή οι στρατιώτες πληρώνονται και εθελοντικά κατατάσσονται για να δουλέψουν; Μα φυσικά… Στον Λίβανο ξαναχτίζονται γέφυρες, κτήρια και δρόμοι κατεστραμμένα από τους πολέμους κάθε 2-3 χρόνια. Στη Βηρυτό και το αεροδρόμιο τίποτα δεν θυμίζει βομβαρδισμένη χώρα. Όλα ‘του κουτιού’, ξαναχτισμένα, σαν να περπατάς στο Τορίνο ή το Παρίσι, σε ένα ελληνικό χωριό ή μοναστήρι, όσον αφορά στα κτήρια, το περιβάλλον ή την καθαριότητα. Εμείς γιατί δεν χτίζουμε ούτε καν τις απαραίτητες προϋποθέσεις στην Ελλάδα; Δεν έχουμε καν πόλεμο κάθε 2 χρόνια και όμως καίγονται τα τροπικά δάση της Κρήτης γιατί τα χρήματα από αντιπυρηκά έργα πήγαν... που;
Αυτή είναι η Βηρυτός και ο Λίβανος. Μόνο τα Τζαμιά δίπλα στις χριστιανικές εκκλησίες σε βγάζουν από την ψευδαίσθηση και 1-2 κτήρια γαζωμένα από σφαίρες και εγκαταλελειμμένα, που σε σοκάρουν, σε επαναφέρουν στη Μέση Ανατολή. Όπως οι εκκλησίες συνυπάρχουν με τα Τζαμιά, έτσι και το τοπικό νόμισμα συνυπάρχει με το δολάριο στις καθημερινές συναλλαγές. Οι συναλλαγές μοιάζουν με την Κωνσταντινούπολη που συνδέει Ανατολή και Δύση. Ακόμα και στην καθημερινότητά τους χρησιμοποιούν μια φράση "Hi, Qi Fick, Ca va?" σε μια μείξη Αγγλικών, Αραβικών και Γαλλικών για να δηλώνεται η πολυεθνική ταυτότητα του Λιβάνου.
Όσες χώρες βρέχονται από τα νερά της Μεσογείου ξέρουν να διασκεδάζουν, να παρασκευάζουν φαγητά με γνώμονα τη γεύση (και όχι την επιβίωση σαν τους Γιαπωνέζους) και γενικά να περνάνε καλά, παρά τις δυσκολίες. Από τη Βαρκελώνη και τη Νότια Ιταλία, μέχρι την Ελλάδα, την Αλεξάνδρεια και τον Λίβανο, το φαγητό, το ποτό, η ζωντανή μουσική σε μπαράκια, αποδίδουν σε μια πρόταση το ‘Mare Nostrum’. Είμαι σίγουρος πως ακόμα και σε πόλεμο, στον Λίβανο, θα πίνουν αράκ και θα τραγουδούν στα καταφύγια. Αυτό μου έβγαλαν ως άνθρωποι. Είναι αξιοθαύμαστο το πως αλλάζει μια χώρα με αρνητική ή θετική φήμη, όταν γνωρίσεις τους κατοίκους της. Τυχαία η Γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει μαθήματα καλής συμπεριφοράς, με φροντιστήρια, στους κατοίκους του Βερολίνου;
Κάθομαι στο μπαλκόνι του ρετιρέ αργά το βράδυ. Η ομίχλη πυκνή και απειλητική πλησιάζει από τους πρόποδες του λόφου, παρά τη ζέστη. Δεν φαίνεται κανένα σπίτι απέναντι, ούτε καν η φωτεινή σκέπη στον ουρανό από τα φώτα της Βυρηττού στο βάθος. Το διαδίκτυο είναι αργό, ωστόσο η δυνατότητα της επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο διατηρείται χωρίς διακοπή. Όπως και τα τσιμπήματα από τα κουνούπια. Που τη βρίσκουν τόση όρεξη με τόση ζέστη και υγρασία για φαγητό; Λιβανέζικα είναι, γι’ αυτό. Διαβάζω στο Reuters πως η εταιρία RIM αντιμετωπίζει προβλήματα με τη δυνατότητα σύνδεσης στο διαδίκτυο, μέσω των BlackBerry κινητών της, στην κοντινή Σαουδική Αραβία. Σε μια άκρως συντηρητική κοινωνία οι νέοι με BlackBerry κανονίζουν συναντήσεις με άτομα του αντίθετου φύλου μέσω της υπηρεσίας internet messaging ή δρομολογούν αντικυβερνητικές προκηρύξεις – μηνύματα σε μεγάλο αριθμό αποδεκτών. Η RIM είναι η μόνη εταιρία που δρομολογεί την υπηρεσία μηνυμάτων μέσω διακομιστών στον Καναδά και όχι τοπικών συστημάτων ανά χώρα. Αυτό εξόργισε της αρχές της Σαουδικής Αραβίας που πιστεύουν πως η εθνική τους ασφάλεια κινδυνεύει από το διαδίκτυο «Τα παιδιά αυτά δεν έχουν καν λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, MSN ή υπολογιστή στο σπίτι τους, ωστόσο όλοι χρησιμοποιούν κινητό και αν έρχεται με τη δυνατότητα σύνδεσης στο διαδίκτυο, ανάγνωσης πληροφοριών σε ιστοσελίδες και αποστολής μηνυμάτων μέσω αυτού, και δη μέσω απομακρυσμένων συστημάτων, έχουμε πρόβλημα ελέγχου της διακίνησης αυτών των πληροφοριών και συνακόλουθα της εθνικής ασφάλειας!».
Κάθομαι στο μπαλκόνι στο σπίτι στο Ηράκλειο. Δεν υπάρχει ομίχλη, παρά τη ζέστη και την υγρασία. Διαβάζω στο Reuters πως η Σλοβακία αποφάσισε να μην βοηθήσει την Ελλάδα να ξεπεράσει την οικονομική κρίση. Μα είναι λίγο ανόητο, να μπαίνει ένας κλέφτης σπίτι σου, να σου λέει, σε έκλεψα, άντε κάνε τώρα οικονομία να πάρεις πίσω τα κλεμένα και μετά να ζητάει από τους γείτονες να σε βοηθήσουν για να μπορέσει στο μέλλον να σε κλέψει ξανά. Συμφωνώ με τη Σλοβενία. ‘Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά’, όπως λέει και το τραγούδι. Ορίστε... αυτό είναι διακίνηση πληροφοριών. Να μαθαίνεις τα χάλια σου από άλλους. Aυτό είναι ταξίδι, να συγκρίνεις τη χώρα σου με άλλες.

hard steps to take

Βαρκελώνη 2009.
Υπάρχουν ορισμένα ταξίδια που δυσκολεύομαι να κάνω. Είναι όπως τα κείμενα που δυσκολεύομαι ν’ αρχίσω, ενώ έχω τόσα πολλά να γράψω. Ποτέ δεν αφορούν στον προορισμό “προς”, αλλά το “από”, ούτε και αφορούν στις ώρες ή την ταλαιπωρία που απαιτείται για να ολοκληρωθούν. Ένα από αυτά είναι και το “Βαρκελώνη – Αθήνα”, στην πραγματικότητα μόλις τριών ωρών, αλλά στην ουσία πολύ περισσότερου χρόνου. Εσκεμμένα δεν γράφω “Βαρκελώνη – Ηράκλειο” γιατί είμαι σίγουρος ότι στην Αθήνα η έλξη του Ηρακλείου θα είναι μεγαλύτερη από αυτή της Βαρκελώνης βάσει των νόμων της Φυσικής.
Ο Lao Tzu έλεγε πώς ένα ταξίδι χιλίων μιλίων ξεκινάει με ένα βήμα. Το πρόβλημα έγκειται στο που θα κάνεις αυτό το βήμα για να το ξεκινήσεις – δυστυχώς υπάρχουν τόσα πολλά μέρη στη Βαρκελώνη, που καθιστούν την επιλογή δύσκολη. Βγαίνω από το διαμέρισμα της lleida, πίσω από την Espanya, ξετρυπώνω στην Parallel από τα Carrer de l’ Oliveira, Ricart και περνάω απέναντι στο Manso μέχρι την αγορά του Αγ. Αντωνίου. Από ‘κει συνεχίζω μέσω των οδών Sant Antoni Abat και Carme για τη Las Ramplas. Αφήνω πίσω μου τη σκεπαστή αγορά (La Boqueria) και μπαίνω στο Carrer de Ferran. Στα δεξιά οι αψίδες της πλατείας Reial. Συνεχίζω στη Ferran, μέχρι την πλατεία Jaume I και τον ομώνυμο δρόμο, διασχίζω κάθετα τη Via Laietana για να πάρω τo Carrer de l’ Argenteria μέχρι τη Santa Maria del Mar και από ΄κει πίσω στο Passeig del Born.
Αυτή πρέπει να είναι και η διαδρομή που έχω ακολουθήσει τις περισσότερες φορές και προς τις δυο κατευθύνσεις. Μπορεί τα παραπάνω να φαίνονται γραμμές στο χαρτί ή το χάρτη, αλλά σε κανένα σημείο της διαδρομής δεν μπορώ να ξεκινήσω το πρώτο βήμα, μια και κρύβουν ένα σορό παραλειπόμενες στιγμές στο χρόνο. Από το del Born βγαίνω πίσω στη Via Laietana προς τα πάνω, μέσω της Ronda de Sant Pere από το Passeig de Gracia μέχρι την Gran de Gracia, στη Gracia. Φτάνω μέχρι το σταθμό του μετρό Fontata και στρίβω δεξιά στο Carrer d' Asturies για να χαθώ άλλη μια φορά στα στενά δρομάκια της Gracia. Βρίσκω την Travessera de Gracia και την ακολουθώ μέχρι το Carrer de la Marina. Στρίβω δεξιά για τη Sagrada Famiglia. Μέσω του Carrer de Mallorca βγαίνω ξανά στο Passeig de Gracia και στην παράλληλή του, την Rambla de Catalunya. Στα δεξιά μου φαίνεται και η εκκλησία ψηλά στο λόφο του Tibidabo. Την αφήνω πίσω μου και προχωράω προς τα κάτω μέχρι την Gran Via de les Corts Catalanes που με βγάζει στην Espanya και το Carrer de Lleida,. Ουπς… λάθος στροφή!


Έζησα τη Βαρκελώνη να αλλάζει. Μερικά στιγμιότυπα αυτής της αλλαγής “έπιασαν” και φίλοι, που κρίνω ότι σχημάτιζαν διαφορετική άποψη για το ίδιο ακριβώς σημείο της πόλης. Ίσως να φταίω εγώ, καθώς άλλαζα μαζί με την πόλη. Οι τελευταίοι επισκέπτες πιθανώς να ήταν οι πιο τυχεροί, καθώς αισθανόμουν όλο και περισσότερο στο “σπίτι μου” που το γνωρίζω καλά, ενώ με τη δουλειά να βγάζει αποτελέσματα μου έφευγε το άγχος. Έχω την εντύπωση ότι διάβαζα ένα βιβλίο. Σε όποιον ερχόταν έδινα να διαβάσει πρώτα μια περίληψη στο τέλος, ενώ στη συνέχεια διαβάζαμε μαζί πέντε με έξι σελίδες από εκεί που το είχα αφήσει. Δύσκολα ένα βιβλίο σε κρατάει προσφέροντάς σου τα ίδια ερεθίσματα, σου προκαλεί τα ίδια συναισθήματα ή εμπειρίες από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αρχαίες τραγωδίες. Διαφέρουν σημαντικά, στην αντιμετώπιση από τον αναγνώστη, η εισαγωγή, το δράμα και η κάθαρση, άσχετα αν αφορούν στο ίδιο ακριβώς σκηνικό και τα ίδια πρόσωπα. Ίδια πόλη, ίδιος ξεναγός, άλλες ιστορίες. Ακόμα και για τους ανθρώπους που συναντάς μπορεί να αποκτήσεις διαφορετική εντύπωση ανάλογα με τις συνθήκες. Η στιγμή και το μέρος φαίνεται να παίζουν μεγάλη σημασία στο πως εκτιμούμε το ωραίο. Για να αποδείξει κάτι αντίστοιχο, η Washington Post στρατολόγησε τον παγκοσμίου φήμης βιολονίστα Josh Bell να παίξει με το Stradivarius του σε ένα σταθμό του μετρό της Αμερικανικής πρωτεύουσας, ώστε να διαπιστώσει πώς θα αντιδρούσαν οι επιβάτες. Στα τρία τέταρτα της ώρας που ο Joshua έπαιζε, επτά άνθρωποι σταμάτησαν, για ένα λεπτό τουλάχιστο, ώστε να παρακολουθήσουν την παράσταση. Είκοσι επτά έδωσαν χρήματα, οι περισσότεροι βιαστικά. Συνολικά μαζεύτηκαν $32. Αυτό σημαίνει ότι 1070 άνθρωποι προσπέρασαν με ελάχιστους να ρίχνουν έστω και ένα βλέμμα. Μόνο τα παιδιά ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον καλλιτέχνη, καθώς οι γονείς τους απομακρύνονταν, μάταια όμως, προσπαθώντας να τους τρενάρουν για λίγο. Νομίζω εγώ έχω μια ολοκληρωμένη εικόνα αυτής της πόλης.
Έτσι, τελικά, δύσκολα κρίνεις στο σύνολό της μια πόλη από την επίσκεψη μιας εβδομάδας. H κρίση σου δύσκολα αφήνεται ανεπηρέαστη από τους συνταξιδιώτες σου, τους ανθρώπους που συναντάς, ακόμα και τον καιρό.
Βγαίνω από το διαμέρισμα της lleida, πίσω από την Espanya...

σταθερός ή φορητός;

“Αποτελεί ωδή στη συμμετρία και την ισορροπία, μια πυραμίδα πέντε βαθμιδωτών επιπέδων, ένας ναός αφιερωμένος στο Θεό Σίβα του Ινδουισμού. Phnom σημαίνει λόφος στη γλώσσα μας, τη γλώσσα των Κχμέρ, γι’ αυτό και το όνομα Phnom Bakheng” μας εξηγεί ο οδηγός‐ταξιτζής καθώς ανεβαίνουμε με τα πόδια το μακρύ και απότομο μονοπάτι που μόλις καταφέρνει να μείνει ανοιχτό από την απειλητική ζούγκλα δίπλα μας. Πόσες αποχρώσεις του πράσινου μπορεί να υπάρχουν; Πόσα είδη και μεγέθη φύλλων; Πόσο πυκνή μπορεί και γίνεται η ζούγκλα σε απόσταση αναπνοής; Λίγα μέτρα στα δεξιά μας και τα πάντα πνίγονται στο σκοτάδι. Πάντα στο πρόσωπο η αίσθηση αόρατων μικροσκοπικών ιστών από αράχνη, λες και σπάμε ένα ιδεατό δίχτυ κάθε λίγα μέτρα. Οι ακτίνες του ήλιου δεν διαπερνούν το πυκνό φύλλωμα, μη μπορώντας να φτάσουν μέχρι εκεί.
Ο ιδρώτας από την περιήγηση στον Angkor Wat πριν λίγο δεν έχει στεγνώσει ακόμα στην μπλούζα μου που ολοένα γίνεται και πιο υγρή. Η μυρουδιά της ζούγκλας: Της υγρασίας αναμεμιγμένης με χώμα και χλωροφύλλη βρίσκεται στα υψηλοτέρα επίπεδα. Μας προσπερνάνε δύο ελέφαντες. Στη ράχη τους κάθονται από δύο τουρίστες, προσπαθώντας να αποτυπώσουν τη ζούγκλα στη φωτογραφική τους μηχανή. Μα τι γίνεται όμως με τις μυρουδιές; Με τη ζέστη; Με το καθαρό οξυγόνο που παράγεται από τα πολυάριθμα φύλλα; Με τους αόρατους ιστούς αράχνης που σου γαργαλάνε τη μύτη και τα βλέφαρα; Αυτά παραλείπονται; Στη στροφή βλέπουμε να πλησιάζει ένας μοναχός με το πορτοκαλί του πανωφόρι. Στα χέρια του, με ευλάβεια, κρατάει ένα δοχείο. Περπατάει τόσο αργά! Δεν μπορώ να διακρίνω τι βρίσκεται μέσα στο δοχείο. Λες και θέλει να μην δημιουργηθεί καμία ρυτίδα στην επιφάνεια του υγρού που πιθανότατα κουβαλάει στο δοχείο. Φτάνουμε στην κορυφή του λόφου. Στα 1300 μέτρα ο ναός Angkor Wat και στα 400 η Angkor Thom από τη βάση του λόφου. Για να φτάσουμε στην κορυφή του ναού πρέπει να υποκλιθούμε στην μεγαλειότητά του. Τα σκαλοπάτια είναι τόσο απότομα που μόνο σκυφτός τα ανεβαίνεις για 67 μέτρα. Ένα αχανές τροπικό δάσος απλώνεται από κάτω. Όπου κι αν κοιτάξει το μάτι πράσινο. Ακόμα και η λίμνη Tonle Sap στο βάθος έχει πάρει την ίδια απόχρωση με τη ζούγκλα, καθώς δύει ο ήλιος. Ώρα να κατέβουμε το λόφο. Συναντάμε και πάλι τον μοναχό στα πορτοκαλί. Δεν έχει περπατήσει παραπάνω από μια στροφή στο απότομο μονοπάτι από την προηγούμενή μας συνάντηση. Αυτό θα πει πίστη.
Εμείς όμως βιαζόμαστε. Υποσχεθήκαμε στην κορούλα του οδηγού μας να την κεράσουμε πίτσα. Μια στάση στο σπίτι τους, στο χωριό δίπλα στο αεροδρόμιο, περνώντας δίπλα από ορυζώνες, και αισθανόμαστε οι επίτιμοι καλεσμένοι, γνωρίζουμε και τον δήμαρχο. Το μικρό κοριτσάκι, έτοιμο στην πόρτα του σπιτιού, μας υποδέχεται με ένα χαμόγελο. Λίγες ώρες αργότερα και μετά από το απαραίτητο ντουζ στο ξενοδοχείο βρίσκομαι απέναντι σε ένα κοριτσάκι που γελάει με το πλατύτερο χαμόγελο που έχω δει. Τρώει την πίτσα λες και το κεράσαμε όλον τον κόσμο. Αν αναλογιστούμε ότι είχε ξετρελαθεί από μια φορά που δοκίμασε μισό τριγωνάκι πίτσα – λόγω κόστους δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν μεγαλύτερη ποσότητα οι γονείς της – όντως το κεράσαμε τον κόσμο, ολόκληρη την πίτσα με μόλις 4 ευρώ. Την τρώει και με τα δέκα δάκτυλα και όλο χαμογελάει. Θα σκάσει!
Έτσι, εκείνη τη μέρα (μια μέρα μόνο αρκεί; Ναι, έτυχε, άλλοτε μπορεί να μην έφταναν ούτε εκατό) η Καμπότζη μου έδωσε όσα κανένας άλλος ταξιδιωτικός προορισμός. Το βράδυ κάθομαι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Βρέχει. Τροπική καταιγίδα. Γράφω τις ταξιδιωτικές μου εμπειρίες της ημέρας και φορτώνω φωτογραφίες στο laptop για να στείλω στους φίλους μου. Από απόσταση καταλαβαίνεις ποιοι σου λείπουν, ποιους χρειάζεσαι για επικοινωνία. Από μακριά ακούγεται η μουσική της φύσης, ενώ το μόνο φως στην περιοχή φαίνεται να προέρχεται από την οθόνη μπροστά μου που έχει μαζέψει τα γύρω κουνούπια. Αρχίζω να ξύνομαι. Ελπίζω μόνο να μην είναι τα κουνούπια‐ τίγρεις (δεν έχω όρεξη για νοσοκομείο). Δεν μπορώ να τα ξεκαθαρίσω και καλά. Η υγρασία και η ζέστη αρχίζει να μουσκεύει και πάλι την μπλούζα μου…
Τώρα κάθομαι μπροστά στο σταθερό μου υπολογιστή, που μόλις ανέστησα, και γράφω αυτές τις γραμμές. Εδώ και αρκετό καιρό τον είχα αποχωριστεί λόγω απουσίας στο εξωτερικό… Νιώθω άνεση. Η μεγάλη οθόνη, σε απόσταση, δεν ταλαιπωρεί τα μάτια μου. Τα πάντα φαίνονται μεγαλύτερα σε σχέση με το laptop μου. Δεν χρειάζεται να σκύβω το κεφάλι μου. Τεντώνομαι άνετα στην καρέκλα μου, απλώνοντας και τα πόδια μπροστά μου. H ταχύτητά του με ξεκουράζει. Α, είχα ξεχάσει πώς είναι ένας σταθερός… μου ‘λειψε. Η θερμοκρασία είναι ιδανική μέσα στο σπίτι, ενώ έξω βρέχει, η κούπα του καφέ latte Sumatra με μαύρη ζάχαρη κοντεύει να αδειάσει. Τι τον ήθελα τον καφέ βραδιάτικα; Πώς θα κοιμηθώ τώρα; Στο Travelchannel βλέπω, παράλληλα, ένα ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ για την Καμπότζη στην τηλεόραση ακριβώς δίπλα μου, ενώ στη διακοπή για την ενημέρωση του καιρού δείχνει Βαρκελώνη και τις Sandaionsen (θερμές ‐ ιαματικές πηγές) της Ιαπωνίας. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου αλλάζω γνώμη. Μου λείπει ο φορητός τώρα και ό,τι αντιπροσωπεύει – την κίνηση ή το ταξίδι.

Που είναι τα κουλουράκια μου;

Βαρκελώνη, 20 Νοεμβρίου 2008
Αγαπητή κατερίνα,
bancorreos.es
Όπως σου είπα χθές το βράδυ ήρθε το "Aviso de llegada" (ελληνιστί - "σου 'ρχεται κουτί ") για το πακέτο με τα κουλουράκια που έστειλες αρχές Οκτώβρη. Το μεσημέρι φεύγω από το γραφείο, περνάω από το σπίτι και ξεπαγώνω τα κεφτεδάκια σε σάλτσα σουπιάς που είχα αγοράσει χθές (plat preparado). Μια και ήλπιζα να δοκιμάσω τουλάχιστο το παστέλι που δεν χαλάει, είπα να μη φάω πολύ (ήταν και κάπως... μα τι σκέφτονται; Ούτε εγώ τέτοιο συνδυασμό, κεφτεδάκια από κιμά με σουπιές;). Φτάνω στο Oficina BanCorreos και δίνω το "Aviso" στον υπάλληλο. Μέχρι να συννενοηθούμε στα ισπανικά γιατί το χαρτί γράφει "Vangelis", ενώ η ταυτότητα "Evangelos" πέρασαν δέκα λεπτά (έλεος! Πολύ "αργοί "). Φεύγει να πάει να φέρει το πακέτο... περιμένω... περιμένω... και περιμένω... άφαντος. Το γραφείο χωρίς aircondition και η ζέστη αφόρητη. Άρχισε να μυρίζει πρώτα το αποσμητικό μου, μετά το απορρυπαντικό των ρούχων (μήπως το παρακάνω; Χμμ..) και μετά ο πίσω μου που δεν ήξερε τι σημαίνει αποσμητικό. Φανερά εκνευρισμένος ο πίσω μου μιλούσε ισπανικά με ξένη προφορά λες και είχε γεννηθεί στον Άρη από Ισπανό πατέρα και εκνευρισμένη μάνα ένα πράμα, τέσπα... δεν του δίνω σημασία! Μετά από μισή ώρα (μισή ώρα;;;; Τ ι στο καλό; Μύρισε τα κουλουράκια και τα δοκίμαζε;) έρχεται και ο υπάλληλος. "Λυπούμαστε αλλά το πακέτο έχει επιστραφεί στην Ελλάδα γιατί έχει περάσει ένας μήνας". "Τ ι ι ι ι ;; Τ ι λες βρε καραγκιόζη;" του λέω στα Ισπανικά... "Χθές ήρθε η ειδοποίηση στο σπίτι μου". "Ναι , αλλά έπρεπε να έρθετε νωρίτερα"... "Ναι , μήπως η ειδοποίηση έπρεπε να είχε έρθει νωρίτερα;". "Δεν ξέρω...". Μετά σου λέει "BanCorreos - του μεχόρ οπθιόν"... ναι που ο πελάτης δεν όπθετε τα δέματα! Τι να κάνω; Έχω και μια πείνα... "ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΣΤΕΛΙ ΜΟΥ;"... "Στην Ελλάδα"... απαντάει ο υπάλληλος και φεύγω... Κοίτα Κατερίνα αν αποφασίσεις να στείλεις ξανά δέμα μη το στείλεις εξπρές, αλλά εκθπρέθ... επίσης τα κουλουράκια αν σου έρθουν ποτέ να τα δωρίσεις σε κάποιον που κάνει διδακτορικό σε βοτανική - ζωολογία... θα έχουν μαζέψει Correo(u)s σ' ανατολή και δύση! Δείγματα δύο μηνών - ένα κεφάλαιο στο διδακτορικό! Γυρνάω στο γραφείο, αφού περνάω από τα Starbucks στη Μaria Cristina να πάρω μια xocolata caliente grande para llevar μπας και καλμάρω την πείνα μου... πάω να μπω μέσα και τσουπ μια πέφτει πάνω μου με τον Cafe Caramel παγωμένο!. Μα παγωμένο καφέ χειμωνιάτικα; Ε μα πες μου τώρα επίτηδες το κάνουν, όχι πες μου; Σε άλλον θα ερχόταν τα κουλουράκια χωρίς πρόβλημα είμαι σίγουρος και δεν θα του ερχόταν και η άλλη με τον καφέ κατά πάνω! Πάω στην τουαλέτα και ευτυχώς βγήκαν οι λεκέδες με τη βοήθεια του προσωπικού στα Starbucks... θέλω τα κουλουράκια και το παστελι μου :-(

Ελλάς 2008.// 11 Δεκ. 2008, Βαρκελώνη.

http://www.antinews.gr/?p=4653
Τα δραματικά γεγονότα στη Νότια Αφρική, που συγκλονίζουν όλο τον κόσμο, συνεχίζουν για τέταρτη μέρα να τροφοδοτούν τα παγκόσμια τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων: Οδομαχίες στο Πολυτεχνείο της Πρωτεύουσας και πεδίο μάχης η πόλη, ενώ ούτε μια συγνώμη δεν υπάρχει στην προκλητική απολογία του αστυνομικού που σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο. Όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης δείχνουν τους πυροβολισμούς στον αέρα από άνδρες της ομάδας “Ζ”, που φαίνονται αμετανόητοι. Οι φωτογραφίες των αστυνομικών με τα όπλα παρατεταμένα στα χέρια “κοσμούν” τον παγκόσμιο τύπο. Ανέλαβαν οι καταστηματάρχες την περιφρούρηση των περιουσιών τους, όπως μας πληροφορούν οι δημοσιογράφοι, καθώς η αστυνόμευση φαίνεται να προστατεύει μόνο την ίδια την αστυνομία και όχι περιουσίες ή ανθρώπους, με τη βία στη βία... Πρωτοφανείς οι βιβλικές καταστροφές στο εμπορικό κέντρο του Κέιπ Τάουν, ενώ το πλιάτσικο και οι λεηλασίες σε εμπορικά καταστήματα συνεχίζονται. “Το κράτος δεν υπάρχει πουθενά να βοηθήσει σε κάτι;” Ζητά εκλογές ο πρόεδρος της αντιπολίτευσης, σαν να πιάνεται από αυτόν που πνίγεται για να αναπνεύσει. Οι φοιτητές και οι μαθητές έχουν βγει στους δρόμους. Οι απεσταλμένοι ξένων κρατών παραμένουν στη χώρα για τις εξελίξεις.
Η ισπανική τηλεόραση πρώτο θέμα “Ο πρωθυπουργός Αμπού Ντεμπάι δεν είναι στις Βρυξέλλες γιατί η Ν. Αφρική είναι υπό κατοχή και παράλυση!”. Διάβασα σε ένα άλλο πρωτοσέλιδο: “Στα πρόθυρα εμφύλιου πολέμου η Νότια Αφρική”, ενώ σε ένα άλλο: “Η νύχτα πέφτει και το Γιοχάνεσμπουργκ βυθίζεται και πάλι στο χάος!”. Καταφέρνω και βλέπω τα δελτία ειδήσεων από τη χώρα μου, τη Ν. Αφρική – ευτυχώς υπάρχει ακόμα Δημοκρατία. Οι Πελατειακές σχέσεις, τα σκάνδαλα και οι κυβερνήσεις που περισσότερο επωφελήθηκαν παρά άσκησαν εξουσία φαίνεται να συσσώρευσαν προβλήματα και το ποτήρι να ξεχύλησε με μια σταγόνα από το αίμα του δεκαπεντάχρονου. Παρακολουθώ και μια βιβλική καταστροφή στη Νομική του Πανεπιστημίου του Γιοχάνεσμπουργκ (καταλύεται ο νόμος στην πηγή του;) και έχω συγκλονιστεί που λέει και μια φίλη που σπούδασε εκεί, ενώ την ίδια ώρα στρατιώτες προστατεύουν τους τσολιάδες στην πλατεία Συντάγματος στο Κέιπ Τάουν. O δικηγόρος – συνήγορος υπεράσπισης του αστυνομικού που πυροβόλησε το δεκαπεντάχρονο δηλώνει ότι πυροβολισμός και θάνατος ήταν μια παρεξήγηση, ενώ αυτόπτες μάρτυρες δηλώνουν “Πώς πυροβόλησε;”, “Ευθεία, Ευθεία... όχι στον αέρα”. Δυστυχώς, συνεχίζονται μέχρι και σήμερα οι ρίψεις χειροβομβίδων στο κέντρο του Κέιπ Τάουν . .. Χθες το βράδυ μαζευτήκαμε μια παρέα εδώ στη Βαρκελώνη για δείπνο στο σπίτι μιας κοπέλας. Μας περιέγραφε ότι ο πατέρας του πρώην φίλου της κάθε που άκουγε δυνατό θόρυβο έπεφτε στο πάτωμα και κάλυπτε το κεφάλι του, επειδή είχε τραυματικές εμπειρίες στον πόλεμο της Πορτογαλίας για τις αποικίες στην Αφρική. Κάνοντας πλάκα είπα πως κι εγώ αν ήμουν τώρα στη Ν. Αφρική, τη χώρα μου, το ίδιο θα έκανα.
Σήμερα το πρωί, όμως, κατάλαβα πως ενώ το έλεγα για αστείο, στους ξένους φάνηκε απόλυτα φυσιολογική αντίδραση. Το πρωί με ρώτησαν αν η οικογένειά μου είναι καλά στη Ν. Αφρική, με όλο αυτό το χάος και μου περιέγραψαν πως έβλεπαν στις ειδήσεις ανθρώπους – πολίτες – αθώους να φωνάζουν “βοήθεια” ενώ τους έκλεβαν ή οι αστυνομικοί πετούσαν χειροβομβίδες προς το μέρος τους και ντράπηκα απίστευτα γιατί δεν μου θυμίζει σε τίποτα τη Ν. Αφρική που ξέρω. Μου είπαν επίσης ότι ακόμα και στη Βαρκελώνη ή τη Μαδρίτη Ν. Αφρικανοί έκαναν πορείες και διαμαρτυρίες, ενώ γνωστές είναι οι εικόνες κουκουλοφόρων με όπλα στην Πρεσβεία της Ν. Αφρικής στο Βερολίνο που τέθηκε υπό κατάληψη για περίπου μια μέρα. Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι αυτά δεν συμβαίνουν κάθε μέρα, ενώ υπονόησαν ότι οι αστυνομικοί είναι το κράτος στη χώρα. “Όχι, όχι δεν έχουμε δικτατορία ή κάτι τέτοιο, σε μια εβδομάδα όλα θα έχουν ξεχαστεί...”. Ελπίζω δηλαδή! “Δεν είναι αυτή η συνήθης εικόνα στη Ν. Αφρική”. Μα μου φαίνεται δεν μπορώ να τους πείσω. Οι τηλεοπτικές εικόνες είναι πιο δυνατές από 'μένα. Το να τους καλέσω για διακοπές στην Ν. Αφρική και να τους δείξω τις ομορφιές της είναι σαν να τους λέω να πάνε στο διάβολο – ήδη μου έχουν πει αμέτρητες φορές πόσο ακριβές είναι οι πτήσεις για να οργανώσουν ένα ταξίδι Σαββατοκύριακου. “Μα έχω συζητήσει με φίλους μου”, τους λέω, “Από τις ειδήσεις τα βλέπουν κι αυτοί, δεν είναι παντού αυτή η κατάσταση, δεν έχουμε πόλεμο! Όλοι είναι καλά...”. Τελικά ποιος είναι επικίνδυνος ταξιδιωτικός προορισμός και ποιος όχι μπορεί να αλλάζει σε ένα δευτερόλεπτο, με ένα πυροβολισμό. Υπάρχουν περιοχές στον κόσμο, όπως το Ιράκ και το Κονγκό όπου τελούν όντως υπό πραγματικό πόλεμο και κατοχή, αλλά υπάρχουν και άλλες “παρεξηγημένες” χώρες. Νομίζω σε αυτές τη συγκεκριμένη στιγμή μπορώ να προσθέσω και τη Ν. Αφρική.
Αλλά ποιόν κοροϊδεύω; Την Ελλάδα, θέλω να πω, αλλά για μερικούς, δυστυχώς, τα παραπάνω γεγονότα, πριν μια εβδομάδα, θα ήταν απόλυτα φυσιολογικό να συμβαίνουν στη Ν. Αφρική... και όμως! Η Αθήνα, αυτή τη στιγμή φαίνεται σαν την Μπραζαβίλ του Κονγκό στα μάτια των ξένων, σαν το Αμάν της Ιορδανίας που βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα να απειλείται η ασφάλειά μου εκεί το Μάρτη του 2008, ούτε και φυσικά ποτέ στην Αθήνα. Περισσότερο φόβο θα αισθανόμουν το Μάρτη του 2007 στο Λονδίνο μετά τη βομβιστική επίθεση στο μετρό, ή στη Μαδρίτη των εκρήξεων της Ατότσα... Λοιπόν, είναι απόλυτα σχετικό το πως βλέπουμε τον κόσμο. Δεν υποστηρίζω ότι όλος ο κόσμος είναι ασφαλής, αλλά μην προτρέχει η κοινή λογική να τα κατατάξει όλα στην ίδια κατηγορία και στο ίδιο επίπεδο ασφάλειας. Γιατί πραγματικά αυτή τη στιγμή στο κέντρο της Αθήνας ίσως κάποιος να κινδυνεύει περισσότερο από ό,τι σε ένα Ιρακινό σπίτι. Γιατί; Διότι όταν έχεις επίγνωση του κινδύνου προστατεύεσαι άψογα, αλλά όταν νομίζεις ότι όλα είναι ασφαλή την πατάς ακόμα και στη χώρα σου! Σκέφτομαι να τους πω ότι γυρίζουν μια ταινία – υπερπαραγωγή στην Ελλάδα και όλα είναι ένα σκηνικό! “Βλέπετε τώρα είναι καλύτερα τα πράγματα... βάζουν και αθλητικά στις ειδήσεις του MEGA...”

Βερολίνο (Μα γιατί;)

 Βερολίνο, Δεκ 2008
Αγαπητή κυρία Μέρκελ,
Αισθάνομαι την ανάγκη να σας ζητήσω χίλια συγγνώμη που δεν μπορέσαμε να σας επισκεφτούμε στο γραφείο σας στο Reichstag, αλλά δυστυχώς εκείνο το πρωί στο πάρκο TierGarten (ξέρετε πίσω από την πύλη του Βρανδεμβούργου, όπως μπαίνεις από την Unter den Linden) το κρύο ήταν ανυπόφορο και η ουρά είχε τουλάχιστο δύο ώρες αναμονής, έξω στην παγωνιά, για το θόλο! … εξαιρετικός πραγματικά από κάτω! Τα συγχαρητήριά μου στον αρχιτέκτονα Foster. Αν τον δείτε να τα διαβιβάσετε το δίχως άλλο.


Τέλος πάντων. Αμέσως μετά περπατούσαμε για μισή ώρα μέχρι τη μέση του πάρκου και το Siegessaeule (ξέρετε, αυτό στο video-clip των U2… Faraway, so close), γιατί όπως γνωρίζετε δεν πάει ούτε μετρό, ούτε και λεωφορείο… τι πρωτότυπο για το αχανές Βερολίνο… αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή… και να περάσουμε στην ουσία του παρόντος γράμματος. Θα σας εξιστορήσωτα γεγονότα (sectors) προσθέτοντας προσωπικά σχόλια.






Sector A (Ρωσία).
Φτάνω στο αεροδρόμιο Schöenefeld αργά το βράδυ της Παρασκευής. Ευτυχώς δούλεψε το αυτόματο σύστημα προσγείωσης μέχρι τέλους. Ο πιλότος δεν έβλεπε τίποτα μέσα στην πυκνή ομίχλη που ήταν λες και έβγαινε από ταινία του Κάρπεντερ. Παίρνω το τρένο της γραμμής S9 προς την Alexanderplatz. Περίπου στα μισά της διαδρομής, μέσα στο τρένο, μπαίνουν κάτι καλά παιδιά στα μαύρα με σκουλαρίκια και μεταλλικά αντικείμενα να κρέμονται από τα δερμάτινα ρούχα τους. Αρχίζουν και φωνάζουν (Α, α, α, α, ας Μπερλίν! Α, α, α, α, ας Μπερλίν! Α, α, α, α, ας Μπερλίν) και ουρλιάζουν “siiiiiiinging in the traaaain”…. χτυπώντας με τα μεταλλικά και τις γροθιές τους τα τζάμια του τρένου για δύο στάσεις. Σαν τους γορίλες που είδαμε στο ζωολογικό κήπο ένα πράγμα να χτυπιούνται στα τζάμια. Μόλις κατεβαίνουν έρχεται η αστυνομία και το τρένο σταματάει για δεκαπέντε λεπτά με τους αστυνομικούς να το ψάχνουν εξονυχιστικά. Φτηνά τη γλιτώσαμε. Κατεβαίνω στο σταθμό Ostbahnhof του Ανατολικού Βερολίνου. Περνάω μια γέφυρα. Δύο κοπελιές μεθυσμένες και… οσονούπω βιασμένες με ρωτάνε κάτι στα γερμανικά. “English, please”, “Oh, do you know where Köpenicker straβe is?”, “That’s where my hotel is, I know”, “Oh, you asked the taxi drivers?”, “No, I looked on the map”, “And where do you come from?”, “…from Barcelona, I work there, but I am from Greece”, “Oh, ok”, “It’s really, really cold in Berlin”, “Yeah, that’s why we drink, come on take my beer, have it, alcohol will do you good”, “No, No, thank you”… άστο καλύτερα, δεν ξέρω που είχε το στόμα της αυτή πριν… “We have around 21 οC in Greece right now”, “Yes, but you also have political problems, so…”, “Eh? No… in a week all’s going to be fine…”, “You think? No, no…”. Τι ξέρει παραπάνω η κοπέλιά, δεν μπορώ να φανταστώ. Βρήκαν το μπαρ που έψαχναν και μου είπαν να πάω μαζί τους. Μα δεν είσαστε καλά! 


Sector B (Αμερική, Γαλλία, Βρετανία).
Μετά από κακή συνεννόηση, συνειδητοποιούμε ότι εγώ μένω στο Ανατολικό Βερολίνο και οι υπόλοιποι στο Δυτικό! Φανταστείτε ότι πριν είκοσι χρόνια δεν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε… αλλά ευτυχώς το τείχος έχει πέσει και υπάρχει τρένο που συνδέσει τα ξενοδοχεία μας. Το ένα στο κέντρο του Ανατολικού (AlexanderPlatz) και το άλλο στο κέντρο του Δυτικού (kurfürstendamm). Μπαίνω στο τρένο της γραμμής U1 και φτάνω στο Δυτικό Βερολίνο μετά από δέκα στάσεις (λέτε να περπατιόταν αυτή η απόσταση;). Κάπως καλύτερα φαίνονται εδώ τα πράγματα. Θυμίζει Ευρώπη, τουλάχιστο. Το μετρό, ωστόσο… τι να σας πω… εξαιρετική επιλογή στις ταπετσαρίες… και σαν ξύλινη ξεφτισμένη ντουλάπα με κρεμαστάρια για τα ρούχα – επιβάτες μοιάζει… επιβάτες; Τραβεστί, νέο-ναζί, κουλτουριάρηδες με μακριά μαλλιά και ύφος “έχω διαβάσει ένα Nietzsche” , φατσούλες άσρπες με στρογγυλά γυαλάκια και ξυρισμένα λιπαρά πρόσωπα με μαύρες καπαρντίνες, ένας που για πέντε στάσεις είχε κρεμάσει τη γλώσσα του σαν τα σκυλιά δεξιά και κοίταζε γύρω – γύρω, ένας άλλος να τρώει φαλάφελ και να ρεύεται συνέχεια τα κρεμμύδια… καταλαμβάνετε πως αισθανόμουν σαν τη μύγα μέσ’ το γάλα! Μα που ήρθα;




Sector C (Ρωσία).
Την επομένη κατεβαίνω για το πρωινό στο ξενοδοχείο. Αφού τελειώνω, αφήνω το δίσκο στο μπαρ. Έρχεται μια Γερμανίδα υπάλληλος και αρχίζει να φωνάζει στη γλώσσα της. Με τα πολλά καταλαβαίνω ότι γάβγιζε ουρλιαχτά για να καθαρίσω το δίσκο και τα πιάτα από τα ψίχουλα και τις χαρτοπετσέτες, να ξεπλύνω τα ποτήρια από τον καφέ και την πορτοκαλάδα και μετά να τον βάλω στο μπαρ. Α δεν πάμε καλά! Μου πρότεινε και το δάκτυλο “για να μάθω”. Συναντιόμαστε με τους υπόλοιπους στην AlexanderPlatz για να περπατήσουμε μέχρι την πύλη του Βρανδεμβούργου. Όλος ο δρόμος θυμίζει έντονα την Αγία Πετρούπολη. Ναοί με τρούλους, κόκκινα δημαρχεία, τεράστιοι λεωφόροι και η καταχνιά της ομίχλης… ένα πιστό αντίγραφο της Ρωσίας. Τα τουριστικά είδη – σουβενίρ και τα Χριστουγεννιάτικα απλησίαστα σε τιμές. Εκμετάλλευση στο έπακρο.




Sector D (Ρωσία).
Αυτό που πραγματικά αξίζει στο Βερολίνο είναι το Τείχος. Εξαιρετικό τμήμα με ζωγραφιές της ιστορίας του. Ανατριχιαστικό και συνάμα εκπαιδευτικό. Μετά την ιστορική περιήγηση, παίρνουμε το τρένο της γραμμής S7 για το Potsdam βρίσκοντάς το βάσει μαντικών ικανοτήτων. Το παλάτι και ο κήπος Sanssouci μόνο με τις Βερσαλλίες συγκρίνονται. Τον φανταζόμαστε την Άνοιξη ανθισμένο. Έξω από τον κήπο ένα Χριστουγεννιάτικο παζάρι με λογής-λογής φαγητά. Δοκιμάζουμε λαίμαργα από διάφορα. Τελευταία αγοράζουμε κάτι μικρά λουκουμαδάκια με άχνη ζάχαρη από μια καντίνα. Πάω να πάρω από την ίδια καντίνα χαρτοπετσέτες και η υπάλληλος αρχίζει και φωνάζει στα γερμανικά, έρχεται προς το μέρος μου και μου τις παίρνει από το χέρι, ενώ ήδη είχα χρησιμοποιήσει μία! Έπαθα σοκ! Ούτε να τη βρίσω δεν πρόλαβα… προχωράμε στο παζάρι ανάμεσα στους Γερμανούς που σπρώχνουν, πατάνε και κλωτσάνε… οι Γερμανοί ξανάρχονται!


Sector E (Αμερική, Γαλλία, Βρετανία).
Το ίδιο απόγευμα συναντάμε στους δρόμους του Δυτικού Βερολίνου αντίστοιχο παζάρι, κάτω από το ναό με την κουτσουρεμένη σκεπή. Σπρώξιμο, πάτημα, κλωτσιές… μα τι γίνεται εδώ; Υπέρμετρος Χριστουγεννιάτικος στολισμός στους κεντρικούς δρόμους στην περιοχή της kurfürstendamm. Αντίστοιχα στολισμένο – Χάρμα οφθαλμών και το Arcaden εμπορικό κέντρο, δίπλα στο SONY Center, στην PotsdamPlatz που επισκεφτήκαμε το προηγούμενο απόγευμα, λες και είχε αρπάξει φωτιά από τα λαμπιόνια. Η Αμερικανιά σε όλο της το μεγαλείο! Βρίσκουμε ένα μαγαζάκι για φαγητό. Δεν συγκρίνεται με το Mutter Hopper, στο Ανατολικό Βερολίνο, που ήταν εξαιρετικό. Το κρέας μυρίζει απαίσια… Το επόμενο πρωί η μέρα ξεκινάει με την επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο. Τα ζώα που μένουν τελείως μόνα στα κλουβιά τους έχουν ακριβώς την ίδια συμπεριφορά. Πηγαίνουν πάνω κάτω έχοντας στα τζάμια ή στα κάγκελα τη μια πλευρά τους κολλημένη. Την ίδια συμπεριφορά είχα παρατηρήσει και στο Ν. Δελχί, στο ζωολογικό κήπο. Η μπάλα παίρνει και το Πάντα – κάτοικο του κήπου του Βερολίνου. Το κακόμοιρο! Ένα ταίρι δεν μπορούν να του βρουν να μην είναι μόνο; Σε κοιτάζει με κάτι μάτια… όλο… ελευθερία!


Sector F (Ρωσία).
Πρέπει να πάρω το τρένο πίσω στο Ανατολικό Βερολίνο και το αεροδρόμιο για τη Βαρκελώνη. «Με πήρε κάποτε η δύση, με ξαναφέρνει η Ανατολή»… ένα πράμα… στη θύρα ένας Γερμανός πίσω μου που με χτυπάει με την τσάντα του και με σπρώχνει. Γυρίζω, και με όλη την απελπισία, “what the hell are you doing?”, “You are not allowed to talk to me! Look at me, You are NOT allowed to talk to me”, μου απαντάει. Εντάξει πραγματικά ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι! “Oh, sorry, is it today the non-talking to a stupid Berliner day? I didn’t notice!”. Πριν προλάβει να γουρλώσει τα μάτια ήταν η σειρά μου να δώσω το boarding pass και έγινα καπνός μέσα στο αεροπλάνο… φαντάζομαι ακόμα το σκέφτεται, αλλά πολύ το χάρηκα! Επιστρέφω στη Βαρκελώνη! To πώς αισθάνθηκα όταν άνοιξα το κινητό μου και από “Vodafone.de”, έγραψε “Vodafone.es” συγκρίνεται μόνο με το χαμόγελο όταν έτρωγα μακαρόνια με ελαιόλαδο στο Ιταλικό στο Οκαζάκι της Ιαπωνίας κάθε δεκαπέντε μέρες...

Η Κυριακή της πορείας στη Sants

Βαρκελώνη, Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
Ξυπνάω απότομα από φωνές έξω στο δρόμο. Πορεία; Μάλλον! Μα περνάνε από τη lleida; Α ίσως ακούγονται από την Paral‐el. Σήμερα είναι και η μέρα του Κολόμβου ή της Ισπανίας, δεν ξέρω. Κοιτάζω το ρολόι. Εννέα παρά τέταρτο. Νωρίς είναι ακόμα. Την επόμενη φορά που κοίταξα το ρολόι, έδειχνε δέκα και σαράντα πέντε. Ε ώρα να σηκωθώ. Ετοιμάζω το σάντουιτς με χαμόν, μοτσαρέλλα, τομάτα και μαρούλι, ανοίγω τον φορητό. Ελέγχω τα e‐mails μου σε τρείς λογαριασμούς. Τι; Πάλι η Swiss e‐mail να πληρώσω τα εισιτήρια; Μα την Παρασκευή πήγα στο El Prat και τα πλήρωσα! EUR156.11 έδωσα μετρητά! Απαντάω στο email αμέσως και τους εξηγώ ότι έχω ήδη ένα e‐ticket number και ένα reference code. Σε 1‐2 λεπτά μου έρχεται η απάντηση «Μας συγχωρείτε, ξεχάσαμε να βγάλουμε την ειδοποίηση για την πληρωμή από το σύστημα όταν τα πληρώσατε, όλα είναι εντάξει με την πτήση σας και την κράτηση, δεν χρειάζεται κάτι άλλο». Όπως λέμε όλα δουλεύουν σαν ελβετικό ρολόι; Για να δούμε! Συνδέομαι και στον υπολογιστή του εργαστηρίου. Όλα καλά. Φαίνεται η ενέργεια να συγκλίνει σε καλή διαφορά και τα νερά να μη δημιουργούν πρόβλημα στις πρωτεΐνες. Παίζει και να τελειώσουν σε καμιά δεκαπενταριά μέρες… μετά άλλες τριάντα δομές! Μπαίνω στο MSN να πάρω το δελτίο της ημέρας των συμβάντων στην Κρήτη. Να δω στην Κρήτη μια κορφή… όλοι ετοιμάζονται να πάνε για καφέ. Πέφτει η χθεσινή απόδειξη από El Corte Inglés στα χέρια μου. Τι; Μου χρέωσε διπλό τον σολωμό; Α την πανηλίθια την υπάλληλο! Χρυσάφι θα πληρώσω τα πρωινά σάντουιτς! Εγώ τώρα τι να κάνω; Πάω να φτιάξω καφέ, βγάζω την Azúcar Moreno, αλλά την βάζω αμέσως στη θέση της και αποφασίζω να πάω μια βόλτα.
Ντύνομαι και κατεβαίνω στην Espanya. Παίρνω την Creu Coberta μέχρι την πλατεία Sants. Περπατωντας στα μισά βλέπω περιπολικά και ασθενοφόρα. Τι στο καλό; Δυο αστυνομικοί δίνουν τις πρώτες βοήθειες σε μια γυναίκα που φαίνεται να έχει χτυπήσει σε κεφάλι και χέρια. Βλέπω ένα Supermercado ανοιχτό και μπάινω μέσα. Παίρνω ένα Cappuccino latte από το ψυγείο. Α ωραίο ποτήρι, να το πάρω στο εργαστήριο να πίνω νερό. Μέχρι να φτάσω στην Sants μέτρησα είκοσι Mosso d’ Escuadra (κάτι σαν τις δικές μας κλούβες των ΜΑΤ), δεκαπέντε περιπολικά Policía Guardia Urbana, καμιά εικοσαριά μηχανάκια αστυνομικά και πέντε ασθενοφόρα. Στο δρόμο πεταμένα μπουκάλια και χαρτιά, ενώ στην πλατεία μια πορεία σε εξέλιξη με πανό “Compramos el Fetichismo”. Τι ακριβώς θέλει να πει ο ποιητής; Δεν καταλαβαίνω! Πάντως δεν εξελίχτηκε καλά! Κάθομαι σε ένα παγκάκι στην πλατεία Sants και βλέπω την πορεία. Δύο φωτογράφοι έρχονται και κάθονται στο διπλανό. Μιλάνε… Χμμ… νορβηγικά είναι αυτά; Σαν βόρεια γλώσσα ακούγεται. Χτυπάει το τηλέφωνο. Α επαφή με Κρήτη; Παρακαλώ; Pillar; ¿puedo hablar con Pillar? Ποια Pillar ρε κοπελιά, σου φαίνομαι για Pillar; Wrong Number, sorry! Πάλι καλά που το κατάλαβες… Έχω και μήνυμα; Α, ωραία σινεμά στις 18.20, Τι; Με τα δεκάχρονα θα πάμε; Πιο αργά δεν γίνεται; Ε… πάλι καλά που θα πάμε να λέω! Στο Corts; Μμμ… πιο κοντά δεν γίνεται; Στην Floridablanca που είναι και κοντά στο σπίτι μου και είναι το ίδιο σινεμά; Α, καλά, οκ Les Corts, λοιπόν (που προφέρεται Las Kors… αχ αυτοί οι Καταλανοί!). Ούπς! Μόλις ψόφησε το ποντίκι! Μάλλον οι μπαταρίες… που θα βρω τώρα Κυριακάτικα μπαταρίες… τι να κάνω; Θα συνεχίσω με το touchpad του φορητού! AAAAAAAA πάει η προηγούμενη παράγραφος… τι άθλια αυτά τα touchpads των φορητών!
Γυρίζοντας σπίτι κάνω μια βόλτα από το Passeig St. Antoni και βγάζω λεφτά από την ‘La Caixa’ με το σωστό pin για να αγοράσω αύριο τα εισιτήρια για τη συναυλία των Kean στις 9 Νοέμβρη. Μπαίνω σπίτι και ετοιμάζω την μακαρονάδα με το σπανάκι. Τσιγαρίζω τα κρεμμύδια, το σκόρδο και το σπανάκι με πολύ αλάτι και πιπέρι. Ρίχνω και το Mató που κατά λάθος αγόρασα για γιαούρτι, αλλά μου βγήκε ξινή μυζήθρα (οπότε μια χαρά με βόλεψε για την συνταγή) και αρχίζω να γράφω τις περιπέτειες της μέρας. Ωχ πάλι για πέντε άτομα μαγείρεψα… τρεις μέρες θα το τρώω πάλι… θα το βάλω σε τάπερ να το φάω και αύριο το μεσημέρι στη δουλειά. Ωχ πήγε πέντε! Καλύτερα να αρχίσω να ετοιμάζομαι για το σινεμά…Vicky Cristina Barcelona. Παίρνω τηλ μια φίλη μου στο Λονδίνο. Βρήκες τα εισιτήρια για Λισαβωνα; Άντε δεν θα προλάβουμε καλές τιμές…
Φτάνω στο σταθμό Les Corts. Οι υπόλοιποι είναι απ’ έξω. Ορίστε δεν σε κούρεψαν χάλια που έλεγες… Ναι καλά, εδώ έπρεπε να ήταν πιο κοντά και εκεί πιο μακριά… χάλια είναι, αλλά θα επιζήσω… Φτάνουμε στο σινεμά. Ήρθε και ο τελευταίος αργότερα (καλό παιδί, αλλά αργεί). Το εισιτήριο στα EUR6.80 και η αίθουσα έτσι κι έτσι. Δείχνει τα προσεχώς και λέω στα ελληνικά δυνατά: Ναι, μην παραλείψουμε να έρθουμε… what? Κάνει ο διπλανός… oops sorry, I was thinking in greek! Μια χαρά, πέρασε η ώρα. Άντε καληνύχτα, ‘geia sou’ με ιταλική προφορά. Παίρνω την Carrer de Sants, την Creu Coberta πίσω στην Espanya. Ωχ, έχει και Paul’s… Να θυμηθώ να περάσω να πάρω μια λεμονόπιτα κανα απόγευμα. Αρχίζει και ψιχαλίζει λίγο… ελπίζω να μην αρχίσει να βρέχει μέχρι να φτάσω στο σπίτι.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για τα χόρτα

Βαρκελώνη 06‐Δεκ. 2008
Έφτασε η εποχή για το μάζεμα των ελιών, αλλά εγώ σήμερα πήγα στα “χόρτα” (Horta). Παίρνω την πράσινη γραμμή (L3) του μετρό από την Espanya στην κατεύθυνση Trinitat Nova. Ο ανηφορικός δρόμος μέχρι τον κήπο ξεκινάει καμιά εκατοστή μέτρα στα δεξιά και απέναντι από την έξοδο του Mundet, καμία σχέση δηλαδή με τον, ομώνυμο του κήπου, τερματικό σταθμό της γραμμής L5 Horta! Πανέξυπνο… δεν μπορώ να πω! Ποιος το σκέφτηκε; Για να χάνεται ο κόσμος; Χμμ… ίσως να το έκαναν επίτηδες μια και στον κήπο υπάρχει ένα λαβύρινθος από… χόρτα. Όση “ζέστη” και να είχε στην πόλη, κοντά στα βουνά το κλίμα άλλαξε λίγο με το θερμόμετρο να υπακούει στα “θέλω” της εποχής. Στην είσοδο του κήπου οι υδρατμοί από τις εκπνοές μου γίνονταν όλο και πιο ορατοί, θες το χαμήλωμα της θερμοκρασίας, θες η ανηφόρα... Το ένζυμο που μελετάω μετατρέπει, στο κέντρο του, το οξυγόνου που αναπνέουμε σε νερό και η διαδικασία αυτή μας δίνει ενέργεια. Αυτό το νερό εκπνέουμε με τη μορφή υδρατμών. Την ίδια ώρα μέσα στην εκκλησία Torre Girona ο Υπερυπολογιστής, των 10244 επεξεργαστών, Mare Nostrum, του Ερευνητικού Υπολογιστικού Κέντρου της Βαρκελώνης, κινούσε σε μια προσομοίωση του ενζύμου τα ίδια μόρια νερού σύμφωνα με τους νόμους του Νεύτωνα και τις οδηγίες που του είχα δώσει δύο ώρες πριν. Άραγε θα βρω κάποια συσχέτιση της οξειδωτικής κατάστασης του κέντρου με τα μονοπάτια που ακολουθούν τα νερά για να βγουν έξω από το ένζυμο και τελικά να γίνουν υδρατμοί; Θα δείξει…
Το εισιτήριο 2.11€. Δύο έντεκα; Τι “δύο έντεκα”; Ίσως και να ‘ναι το πιο περίεργο ποσό σε εισιτήριο που έχω πληρώσει. Φτάνω στο λαβύρινθο. Στην είσοδο μια σκαλιστή απεικόνιση της Αριάδνης να δίνει τον μίτο στον Θησέα. Φαίνεται να του λέει “Πρόσεχε!”, κουνώντας το δάκτυλο. Το μυαλό μου ταξιδεύει περνώντας πάνω από τη μεσόγειο στις Βαλεαρίδες νήσους, τη Νότια Γαλλία, τη Σαρδηνία, τη Ρώμη, τη Μεσίνα της Σικελίας, νότια της Πελοποννήσου στο Ιόνιο πέλαγος για να φτάσει στο παλάτι της Κνωσού, τον πρότυπο λαβύρινθο και το σημείο αναφοράς. Μπαίνω μέσα στο λαβύρινθο. Μπρος – πίσω αμέτρητες φορές και φωνές να ακούγονται γύρω μου. Δεν μπορώ να βρω την έξοδο. Το μυαλό μου ταξιδεύει πάλι. Φεύγει από την Κρήτη, περνάει το Κάιρο, την Ιορδανία, τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, πάνω από το Δελχί της Ινδίας, τον Ινδικό Ωκεανό, τη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη, την Ταϊλάνδη, τη θάλασσα του Σιάμ και καταλήγει στην Καμπότζη. Όπως τότε, στο ναό Τα Προμ στο Άνγκορ Τομ. Η ζούγκλα λες και τον έχει καταπιεί, χάνεις τον προσανατολισμό σου. Δύσκολα βρίσκεις την έξοδο. Μια αριστερή στροφή και να την! Επιτέλους! Ένα διπλανό κτήριο φαίνεται να το έχει τυλίξει κισσός, πάλι η εικόνα του Τα Προμ μπροστά μου. Ανεβαίνω τα σκαλιά στο παλάτι και βλέπω τους κήπους από κάτω. Κι άλλο ταξίδι; Κάτσε παιδί μου σ΄ ένα μέρος! Βάζει φτερά πάλι το μυαλό.
Αφήνει την Καμπότζη, περνάει τα σύνορα με το Βιετνάμ, τη θάλασσα της Νότιας Κίνας, τη Σαγκάη και το Πεκίνο με προορισμό το νησί Χονσού της Ιαπωνίας και τους κήπους του Κιότο. Αξεπέραστοι σε ομορφιά και γαλήνη! Ωστόσο, αυτοί εδώ τους θυμίζουν. Ίσως το πιο ωραίο πάρκο – κήπος που έχω δει στη Βαρκελώνη. Ποταμάκια, μικρές γέφυρες, λιμνούλες, πέτρες, πολλά χρώματα και ποικιλία στα δέντρα. Να κάθεσαι σε ένα πέτρινο παγκάκι και να απολαμβάνεις το πράσινο. Γυρίζω αριστερά το κεφάλι μου. Τα δέντρα αραιώνουν και φαίνονται τα ψηλότερα κτήρια της Βαρκελώνης. Ψάχνω τη Sagrada Famiglia… μπα είμαι πολύ βόρεια για να τη δω. Μόνο τα τρία περίεργα φουγάρα στο λιμάνι ξεχωρίζουν. Πρέπει να ψάξω πώς τα λένε, γιατί περιλαμβάνονται και σε διαφημιστικά της Βαρκελώνης στο πανοραμικό περίγραμμα των κτηρίων της.
Ώρα να πηγαίνω. Σε μιάμιση ώρα πρέπει να επανεκκινήσω τους υπολογισμούς. Στο μετρό της επιστροφής κάθονται δίπλα μου δυο Αμερικάνοι. O μεγαλύτερος μεγεθύνει με τα δάκτυλα ένα ψηφιακό χάρτη της Βαρκελώνης στο iPhone. To μυαλό μου έχει ήδη κάνει check‐in και απογειώνεται από το Κιότο που είχε μείνει. Αφήνει πίσω του το Οκαζάκι, το Τόκιο, ακόμα και το νησί Χοκάιντο της Ιαπωνίας, υπερίπταται του Πετροπαυλώσκ της Ρωσίας, ανοίγεται στον Ειρηνικό και βρίσκεται στην άλλη όχθη στο Άνκορατζ της Αλάσκας. Κατηφορίζει προς το Σηάτλ με τελικό προορισμό το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας. Λίγο πιο κάτω από τη Union Square της πόλης, σε ένα μαγαζί της CompUSA προσπαθούσα να κάνω ακριβώς το ίδιο με ένα χάρτη του Λος Άντζελες κάτι παραπάνω από ένα χρόνο πριν, χωρίς καμιά επιτυχία. Μάλλον αναβάθμισαν το λογισμικό σε καλύτερη έκδοση… Κατεβαίνω στην Espanya. Μια διαφήμιση της EasyJet και το μυαλό μου έχει φύγει. Διασχίζει την Αμερική από το Λος Άντζελες διαγώνια και περνάει από το Μαϊάμι της Φλόριντα στη Νέα Υόρκη και μέσω του Ατλαντικού στην άλλη όχθη, στο Εδιμβούργο, πάνω από το άθλιο Λονδίνο, τη θάλασσα της Μάγχης για το Παρίσι, το Άμστερνταμ, την Κολωνία, με προορισμό το Βερολίνο. Να τυπώσω τα boarding passes για Βερολίνο την Πέμπτη!
«Με κούρασες με τα ταξίδια!», «Μα τι λες;», «Ξέχασες το σημαντικότερο μέρος των ταξιδιών που σε
κάνει να ξεχνάς την κούραση!», «Ποιο;» «Τις έξι ώρες στην κουζίνα για τα ντολμαδάκια που μαγείρεψες για το group στη Βαρκελώνη και τη φασαρία στο κατάστημα Springfield για το υπό διάλυση παλτό που δεν δεχόταν για επιστροφή χρημάτων, το κυνήγι των ταύρων με τα παιδιά σε ένα χωριουδάκι της Νότιας Γαλλίας, τη βόλτα με την Enduro του Guido στη Μεσίνα, το βρίσιμο στην απολίτιστη ξεναγό στην Κνωσό που υπέθεσε ότι της έπαιρνα τη δουλειά εξηγώντας σε φίλους τον πολιτισμό μας, τον εικοσιτετράωρο πυρετό 38 και 5 στο Κάιρο και τα χάπια του Δημήτρη που τα θεραπεύουν όλα, τις φωνές στην Πέτρα της Ιορδανίας στη Ζένια από το κινητό του ταξιτζή και τον διοικητή στο στρατόπεδο στο Αμμάν, τις Καταριανές στις μαύρες μπούρκες, τον τύπο στο Δελχί που πλενόταν, σφουγκάριζε, ξεσκόνιζε και ντυνόταν με το ίδιο κομμάτι ύφασμα, τον ξεναγό με τα αρωματικά στικ και βότανα για να συνέλθω από τη ζάλη της βόλτας με βάρκα στο ποτάμι δίπλα στο
Ναό της Αυγής στην Ταϋλάνδη, το κοριτσάκι του ταξιτζή με το πιο πλατύ χαμόγελο του κόσμου όταν έτρωγε την πίτσα ένα βράδυ στην Καμπότζη, τα παιδιά που έτρεχαν σε όλο το χουτόνγκ να σου βρουν γουόκ στο Πεκίνο, το ζευγάρι Κινέζων στο Οκαζάκι που σου έκανε τραπέζι με τα μανιτάρια που τους είχε στείλει η μητέρα τους από το χωριό τους στην Κίνα και αγγούρια τηγανιτά με αυγό, το κόψιμο στο Kodak Theatre των Όσκαρ του Λος Άντζελες και το περίεργο βλέμμα της καθαρίστριας της 4ης τουαλέτας που σε έβλεπε για δεύτερη φορά μπροστά της, το μαστίγωμα του Άμστερνταμ, τους κύκλους στην Κολωνία “Για Ρίο ντε Τζανέϊρο καλά πάμε;”… γιατί ταξίδι είναι οι άνθρωποι που συναντάμε καθ’ οδόν». Α! Ρίο ντε Τζανέιρο δεν θυμάμαι να έχω πάει, πότε θα πάμε; Α! Τελικά είμαι εθισμένος! Το πρώτο στάδιο είναι να το παραδεχτείς… Έτσι μου ’ρχεται να πάω να κλειστώ σε κανένα αεροπλάνο να μη το σκέφτομαι...".

Όταν δεν ταξιδεύω, το ονειρεύομαι... (1989-2008)

Ηράκλειο, Γενάρης 2008.  Ξυπνάω γύρω στις έντεκα το πρωί (αργία σήμερα, μην το σχολιάσετε), κάνω ένα μπάνιο και κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Ανοίγω το ψυγείο και φτιάχνω ένα πρόχειρο σάντουιτς με σικάλεως, μοτσαρέλα, σολομό, μαρούλι και λιαστή τομάτα. Στο σαλόνι δίνω ρεύμα στην τηλεόραση και φορτώνω τον υπολογιστή. Ενώ τρώω το σάντουιτς… μπαίνω σε καθένα από τους τρεις λογαριασμούς e-mail που έχω για να ελέγξω την αλληλογραφία μου, όπως επίσης και στο MSN. Απαντάω σε δυο-τρία e-mails και συνδέομαι με τους υπολογιστές σε συστοιχία του Ιδρύματος Τεχνολογίας Έρευνας. Χμμ… γιατί είναι τόσο υψηλή η ενέργεια σήμερα στα ένζυμα που προσομοιώνονται; Για να δω… τι να φταίει; Α να το λάθος! Το ‘πνιξα στα νερά! Οικονομία! Δεν έχουμε κιόλας! Μα τι σκεφτόμουν; Τι ώρα πήγε; Πέντε; Ανοίγω τον Firefox και ψάχνω τιμές για την πτήση Αθήνα/ Dar Es Salam (Τανζανία). Ενδιαφέρον! Για να δω και το καραβάκι για Ζανζιβάρη… από Τανζανία. Χμμ... Φορτώνω το Word, τι να γράψω τώρα; Θα προλάβω μέχρι να πάμε για καφέ; Ε καλά, αν είναι το συνεχίζω αργότερα… για το Νικόλα, τον Αντρέα, την Ιουλία και τη Μαρία θα γράψω!

Αθήνα, Γενάρης 2008. Περιμένω το τρένο στο σταθμό Μοναστηράκι. Πίσω μου ο Νικόλας με ένα φίλο του, τον Αντρέα, όχι πάνω από δεκατριών χρονών και οι δυο συζητάνε για το καινούριο κινητό της Ιουλίας. «Σου λέω κάμερα πέντε mpixel, αν δεν πιστεύεις πάρε τηλέφωνο να τη ρωτήσεις, διακόσια ευρώ, χθες το αγόρασε ο πατέρας της για τα γενέθλια. Δεν ήρθες. Ήταν και η Μαρία εκεί, έχασες! Μισό... έλα θείε τι κάνεις; ...από τα Multirama στο The Mall, τριάντα ευρώ, αφού το είπα στη θεία... ναι, έχει και ραδιόφωνο και παίρνει μέχρι και δέκα χιλιάδες mp3... εγώ ανεβαίνω Κηφισιά, αν είναι θα περάσω σε λίγο από το σπίτι σου να το δεις... οκ, bye». «Θα πας στο θείο σου μετά;». «Ναι, μάλλον θα αγοράσει το ίδιο mp3 player». «Ωχ, ρε ξέχασα την τσάντα στο καφέ στο Θησείο. Πάμε πίσω». «Ήρθε το τρένο, πήγαινε μόνος σου, έχω δουλειά ρε μετά, σιγά μην τη βρεις».


Για Χιροσίμα, Μάρτης 2005. Βλέπω ένα κύριο με γυαλιά. «Συγνώμη πώς θα πάω στο σταθμό Σιν-Όσακα; Αυτό είναι το σωστό τρένο;». «Χε, ναι, από που έρχεσαι;». «Από την Ελλάδα». «Ω, πολύ ωραία». Πιάσαμε συζήτηση. «Εγώ μένω στη Χιροσίμα, να έρθεις όποτε μπορέσεις να σου δείξω την πόλη μας, εκεί που έπεσε η ατομική βόμβα». «Ευχαριστώ». «Εγώ είχα πάει με τη γυναίκα μου και τα τέσσερά μου εγγόνια, το Νικόλα, την Ιουλία, τη Μαρία και τον Αντρέα, σε κάτι φίλους στο Λας Βέγκας. Πηγαίνουμε πολύ συχνά και τους επισκεπτόμαστε οικογενειακώς».

Οκαζάκι, Μάρτης 2005. Πηγαίνω στο κατάστημα ηλεκτρονικών να αγοράσω κινητό. Το πρωί βάζω τη γραμματέα του Πανεπιστημίου, την Ιουλία, να μου γράψει στα Ιαπωνικά ότι ψάχνω το πιο φτηνό κινητό, με αγγλικό menu, που να μπορώ να μιλάω με προπληρωμένη κάρτα ανανέωσης με Ελλάδα και να είναι και Vodafone. Πλησιάζω στο ταμείο, δίνω στη Μαρία το χαρτάκι στα Ιαπωνικά. Μου ζητάει διαβατήριο, της το δίνω... «Α, όχι τέτοιο, Ιαπωνικό μόνο».... «ΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΒΡΩ ΤΟ ΙΑΠΩΝΙΚΟ;;;». Α κοπελιά και σε είχα συμπαθήσει! Μου ζητάει φοιτητική κάρτα… της δίνω αυτή την International Student Identity που έβγαλα στο Ηράκλειο. Να δεν πήγαν χαμένα τα δεκατρία ευρώ… τη βλέπει, χαίρεται προς στιγμήν, αλλά μετά «Μα δεν αναφέρει διεύθυνση κατοικίας». «Να στην πω τη διεύθυνση». Ούτε που κατάλαβε τι της έλεγα... μόνο ιαπωνικά μιλούσε... της λέω του σπιτιού στην Ελλάδα, στην Ιαπωνία της εστίας – τίποτα, ανένδοτη! Α Μαράκι δεν θα τα πάμε καλά! «Όχι, θέλω χαρτί που να τη γράφει». Περνάνε τριάντα λεπτά στη νοηματική και αρχίζω να ξεπατικώνω τον E.T. “Please, Phone HOME, Please Phone HOME” να της λέω και σα να με λυπάται... αποφασίζει να πάρει τηλέφωνο στα κεντρικά της Vodafone που μιλάνε αγγλικά και να μου εξηγήσουν. Παίρνει, μιλάω... η κοπέλα στη γραμμή ευγενέστατη, της εξηγώ τι θέλω, πόσο θα μείνω, ότι μένω στην εστία... «Όλα καλά, μπορείτε να περάσετε σε μία ώρα να πάρετε το κινητό σας». Κάνω μια βόλτα... επιστρέφω… ωρύεται να της δώσω χαρτί που να γράφει τη διεύθυνση ή πιστωτική κάρτα ή άδεια οδήγησης. «Α έχω άδεια οδήγησης». «Ιαπωνική;» Ε ρε μανία το Μαράκι! Το κλειδί-κάρτα του εργαστηρίου μου γράφει μια διεύθυνση! Της δίνω την κάρτα-κλειδί. «Πιστωτική;». «ΝΑΙ». Σημειώνει τη διεύθυνση και τη βλέπω να κατευθύνεται προς το μηχάνημα.... της φωνάζω: «Μετρητά Μαρία, με μετρητά θα πληρώσω!». Μετά από μισή ώρα φορτίζω το νέο μου κινητό. Γεια σου Μαρία…
Την επόμενη επιστρέφω από το Πανεπιστήμιο αργά το βράδυ. Έχασα το δρόμο. Προς τα που να πάω τώρα στο σπίτι; Να σου η Ιουλία με την Μαρία στις σχολικές τους ποδιές να έρχονται κατά πάνω μου. Μα καλά σε έρημο δρόμο δυο κορίτσια μόνα αργά το βράδυ; «Συγνώμη, μιλάτε αγγλικά; Που είναι η εστία Μισίμα; Από ‘δω είναι». «Ναι». «Ή από ‘κει;». «Ναι». «Μήπως από πίσω;». «Ναι». Βλέπουν την απόγνωσή μου. «Έλα να σε πάμε». «Ευχαριστώ».
Την επόμενη μέρα το βράδυ βρίσκομαι σε ένα όνσεν ή αλλιώς θερμές-ιαματικές πηγές. «Από ‘δω είναι των αντρών», μου λέει ο υπάλληλος. Μου παίρνει λίγο να ξεπεράσω το σοκ του γυμνισμού. Βλέπω πάλι το Νικόλα με τους φίλους του, όλοι γύρω στα δεκαεπτά-δεκαοχτώ. «Πήγες στην παγκόσμια έκθεση στη Ναγκόγια;». «Όχι ακόμα, ελπίζω τον επόμενο μήνα, είναι καλά;». «Δεν ξέρουμε, θα πάμε αυτή την εβδομάδα. Από που είσαι;». «Από την Ελλάδα». «Εμείς είμαστε από την πόλη Τογιότα, λίγο πιο βόρεια από το Οκαζάκι, αλλά ερχόμαστε συνέχεια εδώ και περνάμε την ώρα μας, στα λουτρά, αυτή είναι η έξοδός μας. Πώς σου φαίνεται η Ιαπωνία;». «Δύσκολο το φαγητό». «Ναι, είχα πάει με τους γονείς μου στην Βενετία. Έχετε διαφορετικό φαγητό στην Ευρώπη... πιο έντονη γεύση». «Ναι, κάπως έτσι».


Βρίσκομαι στο Τόκιο. Να τις πάλι! Η Μαρία και η Ιουλία με βαμμένα ροζ μαλλιά και άκρως περίεργο ντύσιμο μπαίνουν σε ένα ταχυφαγείο αμερικάνικης αλυσίδας (Friday’s αν θυμάμαι καλά) στην περιοχή Γκίνζα. Μα καλά εδώ έχουν ξεφύγει λίγο στο ντύσιμο! Στα κινητά τους κρέμονται αστραφτερά δακτυλίδια. Περιμένουν στη σειρά για τραπέζι. Μέσα πανικός από νέους, α να κι ο Νικόλας! Σιγά μην έλειπε! Την επόμενη μέρα στο τρένο για Οσάκα. Μπροστά μου ο κακομαθημένος Αντρέας στα δέκα του παίζει με το mini-playstation του και τσιρίζει. Κάνει θόρυβο που παραπέμπει σε φόρμουλα 1 στο πιο εκνευριστικό του (ε μικρό παιδί είναι).
Μετά από μια ώρα που η μάνα δεν έδινε σημασία, ενώ της έλεγα «excuse me, excuse me, miss…» και ο πονοκέφαλός μου με εξωθούσε να χτυπάω το κεφάλι μου στο παράθυρο, το πιάνω από τα μαλλιά και το ανασηκώνω. Γυρίζει πίσω, με βλέπει. Δεν ξαναμίλησε. Η μάνα του κοιμόταν δίπλα. Τι αναισθησία! Παρά δίπλα δυο Γιαπωνέζες (ξέρετε για ποιες λέω) με τα palmtops με βλέπουν και χαμογελούν.








Amsterdam, Απρίλης 2007. Κάνουμε βόλτα στα σοκάκια πίσω από την Ρέμπραντπλάιν. Δίπλα σε μια γέφυρα η παρέα των τεσσάρων φίλων μας, γύρω στα είκοσι τώρα πια, είναι καθισμένοι στο τσιμέντο μπροστά από κάποιο κτήριο σε κύκλο. Κάτι καπνίζουν. Δεν καταλαβαίνουμε τι λένε. Στρίβουν συνέχεια τσιγάρα. Τα ρούχα τους καφέ ξεθωριασμένα και τα μαλλιά τους άλουστα για χρόνια πλεγμένα σε σκληρές πια κοτσίδες. Μα που πήγε το ροζ μαλλί; Το βράδυ στους δρόμους συναντάμε... μασκαράδες; Μπα όχι... έχει “zombie event” σε ένα club πιο κάτω. Παρέες ντυμένες σα να βγήκαν να ξεπιαστούν από τους τάφους τους... τι τρέλα κι αυτή! Κάπου θα ‘ναι και τα δικά μας, αλλά που να τους αναγνωρίσεις; Είναι και μικρό το Άμστερνταμ, καλά οι γονείς τους τα βλέπουν αυτά;

Οξφόρδη, Ιούνης 2007. Βαριά κτήρια. Όλη η πόλη ένα πανεπιστήμιο. Η Συντηρητικότητα της Αγγλίας σε όλο της το μεγαλείο; Μάλλον μόνο στα κτήρια! Προχωράμε στους δρόμους. Παντού βλέπεις αφρούς, γλυκά πεταμένα. Αποφοίτηση. Φοιτητές με στολές απονομής τρέχουν στους δρόμους. Πετάνε γλυκά και τούρτες ο ένας στο άλλο. Όλοι με μια μπίρα ή μπουκάλι σαμπάνιας στο χέρι. Οι στολές της απονομής έχουν χάσει το μαύρο χρώμα τους και φαίνονται γκρίζες. Όχι από την πολυκαιρία, αλλά από το ξεφάντωμα με... αλεύρι ή ξεραμένο αφρό; Η Ιουλία και ο Αντρέας κρατάνε και λουλούδια που δεν μπόρεσαν ούτε αυτά να αντισταθούν στους ξέφρενους πανηγυρισμούς και άλλαξαν χρώμα και... γεύση. Ο Νικόλας με τη Μαρία τους πετάνε σαμπάνια από ένα μπουκάλι στα κεφάλια…

Νότια Γαλλία, Ιούλης 1989. Μαζεμένα παιδιά στην πλατεία του χωριού στα σύνορα με την Ισπανία. Πέντε ταύροι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα πρόχειρα κατασκευασμένο σιδερένιο φράκτη. Γύρω πετρόχτιστα ετοιμόρροπα σπιτάκια. Στις σχισμές ανάμεσα στις μαυρισμένες πέτρες έχουν φυτρώσει χορταράκια. Ήρθε η ώρα. Ελευθερώνονται. Όλοι τρέχουν στους πλακόστρωτους δρόμους του χωριού. Μπροστά τα τέσσερα παιδιά φωνάζουν και γελούν. Πίσω οι μεγαλύτεροι. Πιο πίσω οι ταύροι. Επέτειος από τα διακόσια χρόνια της Γαλλικής επανάστασης. Επιτέλους βρίσκω το σπίτι. Χτυπάω την ξύλινη πόρτα και μπαίνω μέσα. Τη Γλίτωσα! Ακούω φωνές έξω. Πολλά παιδιά! «Πήγαινε στο χωράφι να πεις του Jean-Paul να σου δώσει βασιλικό». «Τώρα; Δεν έφυγαν οι ταύροι». «Να πας από τον πίσω δρόμο, δεν πειράζει, θα το βρεις;». «Ναι, μάλλον». «Οκ, μη χαθείς!». Βγαίνω έξω... άφαντοι οι ταύροι, άφαντοι και ο Νικόλας, η Μαρία, ο Αντρέας και η Ιουλία, μα εδώ ήταν! ...ευτυχώς σημαίνει πώς και οι ταύροι είναι μακριά! Τώρα πώς είπαμε ότι πάω στο χωράφι; Ας ρωτούσα αφού δε θυμόμουν, αλλά τι να με περάσουν για ηλίθιο; Ε καλά μικρό παιδί είμαι, ας πάω να ρωτήσω, θα δικαιολογηθώ. Μπαίνω πάλι μέσα στο σπίτι. «Ε… πώς είπαμε πώς πάω στο χωράφι;».

Ασουάν, Ιούλης 2003. Υγρασία και ζέστη το βράδυ στο Ασουάν. Μπαίνω σε μια κοπτική εκκλησία. Άδεια από τοιχογραφίες. Η πρώτη εντύπωση: μου θύμισε θέατρο. Μόνο πίνακες σα σε έκθεση ζωγραφικής. Γίνεται γάμος. Ο άντρας καθισμένος σε μια καρέκλα, ντυμένος με μια κόκκινη κάπα. Η Γυναίκα δίπλα του και αυτή καθισμένη στη “σκηνή”. Ακούγονται περίεργοι αλαλαγμοί που αντηχούν στους άδειους τοίχους. Πλησιάζω την Ιουλία που κάθεται με την μητέρα της. «Γίνεται γάμος; Γιατί κάνετε αυτούς τους θορύβους;». Δεν μου απαντάει. Σε δευτερόλεπτα βλέπω τον Αντρέα να έρχεται κατά πάνω μου. «Το σημείο που βρίσκεσαι είναι μόνο για γυναίκες, έλα από την άλλη πλευρά, αν θες να μείνεις στην εκκλησία. Σε παρακαλώ μην ενοχλείς τα κορίτσια». «Συγνώμη». Βλέποντας καλύτερα διαπιστώνω ότι στην πλευρά μου ήταν μόνο γυναίκες – κορίτσια, ενώ από την απέναντι πλευρά μόνο άντρες. Σφάλμα!

Μόσχα, Ιούλιος 2002. Βραδάκι. Παίρνω το μετρό από την Κιέβσκαγια. Κατεβαίνω σε μια στάση πίσω από την Κόκκινη πλατεία. Στους δρόμους βλέπεις μόνο νέους να τρεκλίζουν. Ο καθένας από μια μπίρα στο χέρι. Μπίρα; Όχι Βότκα; Μάλλον είχα καταλάβει λάθος. Αγόρια και κορίτσια. Τραγουδάνε και πίνουν, πίνουν και τραγουδάνε. Μάλλον έχουν συνηθίσει να πίνουν λόγω κρύου. Καλά έτσι ξεροσφύρι; Μα τι τραγουδάνε; Δεν μπορώ να πιάσω τους στίχους κανενός τραγουδιού. Ρώσικα μάλλον ή αγγλικά με ρώσικη προφορά. Βλέπω την Ιουλία και τη Μαρία. Να γιατί είναι αυτές με τα πόδια έξω, πίνουν και ζεσταίνονται… κάθομαι σε ένα καφέ σε μια πλατεία, παίρνω Perrier και πληρώνω. Δίνοντας το χαρτονόμισμα διαπιστώνω ότι έχει τη φωτογραφία του απέναντι κτηρίου τυπωμένη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φάνηκε πολύ περίεργο. Απίστευτο… μα τι λέω; Λογικό!

 Πισάχ (Περού), Ιούλιος 2004. Λίγο έξω από το Cuzco, σε ένα χωριό, ανοίγω το παράθυρο του δωματίου μου. Κάτι ψήνουν στον απέναντι φούρνο. Κατεβαίνω και πάω στο δίπλα σπίτι. Στην αυλή με χωμάτινο δάπεδο και σκόρπια φυτρωμένα χόρτα υπάρχει ένας πέτρινος τεράστιος φούρνος σε μια γωνιά. Δύο παιδιά, όχι πάνω από δέκα χρονών, βοηθούν τη μητέρα τους να φουρνίσει τις λιχουδιές. Τι είναι αυτά; Μλιάχ! Δύο ταψιά και μέσα φρεσκοψημένα ποντίκια... τι ωραία! Βλέπω το Νικόλα να πιάνει ένα ποδαράκι και να το τρώει. «Πάμε να φύγουμε».

Λίγο αργότερα τον βλέπω μαζί με τον Αντρέα να κάθονται δίπλα στον πάγκο της μητέρας τους στο πανηγύρι. Πουλάνε τα φρεσκοψημένα “καλούδια” στην πλατεία του χωριού στο απέναντι πεζοδρόμιο από την εκκλησία. Στο βάθος ακούγονται φωνές, όλοι γυρίζουν. Η παρέλαση άρχισε. Η μυρουδιά από καραμέλα και μπαχάρια και γλυκοπατάτες και σκόνη και υγρασία και αυτή ενός ριζότο από θαλασσινά έκδηλη στον αέρα. Τα παιδιά χοροπηδάμε και δείχνουν τους μασκαρεμένους που φέρνουν την εικόνα της Παναγίας στους ώμους. Φεύγουν από τον πάγκο και πηγαίνουν προς την εκκλησία. Μπαίνω μέσα. Μπουλούκι, δεν μπορείς να προχωρήσεις. Η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί τη μάνα… μήπως να ‘ταν καλύτερη η κοπτική εκκλησία με την αυστηρότητα του διαχωρισμού των φύλλων; Μπα… όχι…
Φτάνω στη Lima, την επόμενη, στην περιοχή Miraflores. Παραγγέλνουμε σεβίτσε και θαλασσινό ριζότο σε ένα εστιατόριο στον επάνω όροφο του συγκροτήματος καταστημάτων και εστιατορίων. Απέναντί μου… μα βλέπω καλά; Η Ιουλία με τον Αντρέα φιλιούνται με φόντο τα κύματα του Ειρηνικού. Μα καλά αφού δε φυσάει, πώς έχει κύματα; «Μέσα στον Ειρηνικό έχει καταιγίδα… γι’ αυτό και τα κύματα». Α ναι! “Ειρηνικό” τον είπαν κατ’ ευφημισμό!



Νέο Δελχί, Ιούλιος 2006. Είμαι μέσα στο λεωφορείο. Η κίνηση είναι ανυπόφορη. Μπροστά γίνεται πανικός. Γύρω στα είκοσι αυτοκίνητα έχουν μπλοκάρει. Δεν πάνε ούτε πίσω, ούτε μπρος. Στις καρότσες στοιβάζονται εξαθλιωμένοι... οι εργάτες να πω; Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι και επιχειρηματίες που πηγαίνουν στο Νέο Δελχί με αυτόν τον τρόπο. Απ’ έξω από τα παράθυρα βλέπω τη Μαρία, την Ιουλία και τον Αντρέα πάλι (έλεος, όχι άλλο!). Η μεγαλύτερη, η Μαρία, κρατάει το μωρό Νικόλα στην αγκαλιά. Προτείνουν το χέρι στα παράθυρα σε στάση ζητιάνου. Στη συνέχεια το βάζουν στο στόμα σα να προσπαθούν να φάνε μια ανύπαρκτη μπουκιά. Η Μαρία βάζει το χέρι της και στο στόμα του μωρού, σα να το ταΐζει... και πάλι τα χέρια στα παράθυρα.
Κατεβαίνω από το λεωφορείο στη Τζαϊπούρ. Στο χέρι μου κρατάω ένα εμφιαλωμένο νερό που το καπάκι του έχει γίνει κίτρινο από το betadine. Απέναντί μου ο Αντρέας (μα πότε πρόλαβε;) να πίνει νερό από μια υπαίθρια βρύση. Βλέπω καλά; Το νερό έχει χρώμα κίτρινο. Του δίνω το εμφιαλωμένο. Το κοιτάζει με περίεργο βλέμμα και το αφήνει κάτω. Γυρίζει και συνεχίζει να πίνει από τη βρύση. Για μένα φάνηκε το πιο περίεργο πράγμα στον κόσμο, γι’ αυτόν καθημερινότητα.




Σιγκαπούρη, Αύγουστος 2007. Μόλις παραγγείλαμε. Ψαρικά, τι άλλο; Σιγκαπουριανό στυλ. Δεν είχαμε προλάβει να δώσουμε πίσω τους καταλόγους και εμφανίζεται μια παρέα επτά κοριτσιών. Κάθονται στο μπροστινό ξύλινο τραπέζι. Τα μαλλιά καρέ, ελαφρά β(λ)αμμένες. Κοντές φούστες, χαζοχαρούμενες. Τσιρίζουν και χαχανίζουν. Δεν είχαν περάσει δύο λεπτά και στο τραπέζι τους εμφανίζονται εννιά φωτογραφικές μηχανές. Εννιά για επτά άτομα; Έλεος! Η Μαρία και η Ιουλία κρατάνε από δύο! Εναλλάξ άρχισαν να βγάζουν φωτογραφίες η μία την άλλη καθώς κοίταζαν τον κατάλογο. Οι ψηφιακές περασμένες με λουράκι στα χέρια. Σε καμιά ωρίτσα έρχεται και η τούρτα. Όπως φαίνεται η Ιουλία έχει γενέθλια. Το προσωπικό του μαγαζιού πάει στο τραπέζι τους και της τραγουδάει το “happy Birthday” σε μια έκδοση που περιλαμβάνει και την επωνυμία του μαγαζιού στους στίχους. Στην εποχή των φιλμ θα είχαν θησαυρίσει τα φωτογραφεία μόνο από εκείνη την παρέα.

Κουάλα Λουμπούρ, Ιούλιος 2007. Καθόμαστε σε ένα Λιβανέζικο εστιατόριο κάτω από τους δίδυμους Petronas. Ορισμένα τραπέζια είναι απομονωμένα με κουρτίνες. Ένα νεαρό ζευγάρι πλησιάζει και κάθεται στο πίσω τραπέζι. Ο Νικόλας με μούσι φοράει ένα άνετο άσπρο πουκάμισο και βερμούδα. Η γυναίκα μια μαύρη κελεμπία. Αυτός κάθεται με την πλάτη στον τοίχο, ενώ αυτή με την πλάτη στο υπόλοιπο εστιατόριο. Δεν μπορώ να ακούσω τι λένε. Στο απέναντι τραπέζι ο Αντρέας ηλικίας όχι πάνω από δεκαπέντε-δεκάξι κάθεται στο τραπέζι με οκτώ γυναίκες, όλες στα μαύρα. Συνεχώς κοιτάζει δεξιά αριστερά. Αν κρίνω από τις σιλουέτες οι γυναίκες φαίνονται από δεκατριών έως ογδόντα χρονών. Έρχεται ο σερβιτόρος. Παραγγέλνει το αγόρι για όλες. Αυτές δεν κοιτούν καν το σερβιτόρο. Τώρα να σας πω την αλήθεια ίσως κάπου εκεί να ήταν και η Ιουλία με τη Μαρία, αλλά πώς να τις αναγνωρίσω;

Αλ Ντόχα, Ιούλης 2007. Στο αεροδρόμιο περιμένω την πτήση της επιστροφής για Αθήνα. Απέναντί μου έρχεται μια παρέα γυναικών. Μάλλον ντόπιες, από το Κατάρ. Όλες στα μαύρα. Δεν φαίνονται ούτε μάτια, ούτε χείλη. Ένα μικρό κοριτσάκι ανασηκώνει λίγο τη μαύρη κελεμπία. Τζιν με στρας και μια ωραία ροζ μπλούζα που αφήνει ακάλυπτη σχεδόν όλη την κοιλιά προβάλει. Υπάρχει επίσης και ένα δακτυλίδι στον αφαλό. Με γρήγορες κινήσεις κατεβάζει πάλι την κελεμπία. “Για τα μάτια σου μόνο”, που λέμε! Να ‘ταν… ποια; Κάτι μου θυμίζει όμως αυτή η κοιλιά!

Πεκίνο, Σεπτέμβρης 2001. Παρά τους φρενήρεις ρυθμούς ανοικοδόμησης πολυκατοικιών και ουρανοξυστών γύρω μου, στο Πεκίνο βρίσκει κανείς ακόμα τα χουτόνγκ. Μικρά χωριουδάκια σκόρπια μέσα στην πόλη, όπου οι άνθρωποι ζουν σε παράγκες ή κακοχτισμένα και στοιβαγμένα χαμόσπιτα. Τόσες έντονες αντιθέσεις δίπλα – δίπλα δεν θυμάμαι να έχω δει κάπου αλλού. Περνάω μπροστά από ένα σπιτάκι. Ρωτάω που μπορώ να αγοράσω ένα wok, το κινέζικο τηγάνι. Με βάζουν μέσα στο σπίτι, η κουζίνα μου θύμισε το χωριό μου. Προσφέρονται να μου πουλήσουν το δικό τους. Τηγάνιζαν μπανάνες, βγάζουν το wok από τη φωτιά και πετάνε το λάδι. Ένα μαύρο στραβό wok. Βλέπουν την έκπληξη στο πρόσωπό μου. Οι δύο γιοι της οικογένειας προσφέρονται να πάνε να μου αγοράσουν ένα καινούριο. Περιμένω λίγο και να! Ο Νικόλας με τον Αντρέα έρχονται λαχανιασμένοι. Ένα ολοκαίνουριο wok. Τους δίνω τα λεφτά και κάτι παραπάνω. Ευχαριστημένοι με χαιρετούν και δείχνει ο ένας στον άλλο τα λεφτά με χαμόγελο.  Πλήρωσα παραπάνω, το ξέρω. Μια φορά το έχω χρησιμοποιήσει από τότε! Ίσως έπρεπε να πάρω το παλιό και να τους αφήσω το καινούριο!

Μπέρβελι Χίλς, Οκτώβρης 2007. Προχωράω στο Ρόντεο ντράιβ. Τι περίεργοι φοίνικες που υπάρχουν στο Λος Άντζελες. Ψηλοί, πανύψηλοι και στην κορυφή μια φούντα από φύλλα. Μπαίνω σε ένα μαγαζί Bang & Olufsen. Ο μικρός Νικόλας κρατάει τη μητέρα του από το χέρι. «Αυτό μ’ αρέσει καλύτερα», δείχνει ένα κινητό. «Μπορείτε να μας δείξετε αυτό το κινητό, παρακαλώ», απευθύνεται η μητέρα στον πωλητή. «Μα φυσικά». «Πόσο κοστίζει;». «Η τιμή του ανέρχεται στα χίλια πεντακόσια δολάρια». «Σ’ αρέσει μωρό μου;». «Ναι, νομίζω είναι το καλύτερο που έχω δει». «Ωραία, μπορείτε να μας το κρατήσετε. Θα επιστρέψουμε σε λίγο». «Ευχαρίστως». Η μαμά και το αγοράκι βγαίνουν έξω. Τους ακολουθώ για να ακούσω την επόμενη συνομιλία. «Ίσως βρούμε και κάτι καλύτερο, νομίζεις;», απευθύνεται στη μητέρα του. «Δεν ξέρω, είναι καλά αυτά τα μοντέλα, λίγο ακριβά, βέβαια». Χαίρομαι, μάλλον το υιοθέτησαν από το Ν. Δελχί στο Beverly Hills, αλλά άλλαξαν και οι απαιτήσεις του; Από ένα κομμάτι ψωμί που ζητούσαν οι αδερφές του γι’ αυτόν τώρα ζητάει κινητό;

Σαν Φρανσίσκο, Οκτώβρης 2007. Ακούω φασαρία στο δρόμο. Η ώρα είναι μία το πρωί. Ανοίγω το παράθυρο να κοιτάξω έξω. Κρύο. Ο Νικόλας είναι αυτός που τρέχει; Ποιος τον κυνηγάει; Πίσω του τέσσερις αστυνομικοί. Τον προλαβαίνει ο Αντρέας και τον ακινητοποιεί στο οδόστρωμα. Έρχονται και οι υπόλοιποι, του βάζουν χειροπέδες. Ακόμα στο έδαφος. Στη συνέχεια έρχονται τρία περιπολικά. Το φως από τις οροφές τους διαχέεται κβαντικά σε όλο το χώρο. Περνάει και μέσα στο δωμάτιο που βρίσκομαι. Μετράω δεκαπέντε αστυνομικούς, ανάμεσά τους και η Μαρία (από ταμίας στο Οκαζάκι, αστυνομικός στο Σαν Φρανσίσκο;). Πω, πω! Ωραία με τη στολή! Της πάει! Όλοι ένας – ένας δίνει συγχαρητήρια διά χειραψίας στον Αντρέα που έπιασε πρώτος το αγόρι. Αυτός, γύρω στα είκοσι-είκοσι ένα όλο χαρά με ένα χαμόγελο που περισσεύει από το πρόσωπό του. Πάει για προαγωγή; Ή απλώς περιμένει τα εύσημα ανώτερων; Σηκώνουν το αγόρι από κάτω και το βάζουν στο περιπολικό. Όταν όλοι φεύγουν, ένα παπούτσι και ένα κασκόλ μένει στο δρόμο. Τα προσπερνάω το επόμενο πρωί πηγαίνοντας στο μαγαζί της Apple. Μπαίνω μέσα και χαζεύω επί μια ώρα το iPhone. Δίπλα μου μια παρέα δεκαπεντάχρονων κάνει το ίδιο. Μα βλέπω καλά; Ο Νικόλας και ο Αντρέας είναι πάλι μαζί; Καλά πότε τον άφησαν; Στέλνουν και e-mail. Εγώ δεν τα κατάφερα. Εκνευρίστηκα από το gmail που δεν συνεργαζόταν καθόλου καλά ή μάλλον κάτι κάνω λάθος.