Tuesday, March 29, 2011

κόφι γκρίντερ αλά κυπριακά

Θέλεις να αγοράσεις μια μηχανή που αλέθει καφέ για να μυρίζει κάθε πρωί το σπίτι φρεσκοκομμένο Σουμάτρα. Τελειώνεις τη δουλειά στις 17.30. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο, βάζεις μπροστά, κοιτάς πίσω, δεξιά, μπροστά και αριστερά, και βζούν... να ΄σαι στο δρόμο. Το πολύ σε κανα 20λεπτο είσαι στο κατάστημα ηλεκτρικών 1, ρωτάς στην υποδοχή "μηχανή που αλέθει καφέ, έχετε;", "Α, όχι" σου λένε, βγαίνεις έξω, μπαίνεις στο αμάξι, βάζεις μπροστά, κοιτάς πίσω, δεξιά, μπροστά και αριστερά, και βζούν... να ΄σαι στο δρόμο. Το πολύ σε κανα 30λεπτο είσαι στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα άλλο κατάστημα ηλεκτρικών 2, ρωτάς στην υποδοχή "μηχανή που αλέθει καφέ, έχετε;", "Α, όχι" σου λένε... και συνεχίζει η ιστορία. Άντε σου βάζω συνολικά 1,5 ώρα για να βρεις αυτό που ψάχνεις. Στην καλύτερη, δε, περίπτωση, όπου όλα τα καταστήματα ηλεκτρικών βρίσκονται κοντα το ένα στο άλλο, η 1,5 ώρα γίνεται 20 με 30 λεπτά. Άψογα. Αν δεν έχεις αυτοκίνητο; Ε εντάξει, θα μου πείτε, υπάρχουν τα λεωφορεία και το μετρό. Μπορεί να σου πάρει λίγο παραπάνω σε χρόνο (η 1,5 ώρα να γίνει 2 ώρες) ή ακόμα και λιγότερο (η 1,5 ώρα να γίνει 1), αλλά θα βρεις αυτό που ψάχνεις και πάλι. Ξεκινάς από τη δουλειά στις 17.30... λογικά πάντα στις 20.00 είσαι σπίτι και αλέθεις τον καφέ Σουμάτρα σου. Παράδεισος. Έχει μυρίσει και όλο το σπίτι το επόμενο πρωί.
Αν δεν έχεις αμάξι, ενώ για τα λεωφορεία αν ρωτήσεις 200 κατοίκους, οι 100 τα ξέρουν μόνο θεωρητικά, ο ένας και πρακτικά, τότε τι συμβαίνει; Φεύγεις Δευτέρα 17.30 από τη δουλειά, περιμένεις το λεωφορείο των 18.20, φτάνεις στο κατάστημα ηλεκτρικών 1 19.00, "λυπούμαστε, μόλις κλείσαμε". Πίσω με τα πόδια στο σπίτι γιατί δεν υπάρχει άλλο λεωφορείο. Φεύγεις Τρίτη 17.30 από τη δουλειά, περιμένεις το λεωφορείο των 18.20, ευτυχώς περνάει ένα άλλο που "ψιλοβολεύει" και σε πάει κοντά στο κατάστημα ηλεκτρικών 1, πιο νωρίς, μπαίνεις μέσα, "μηχανή που αλέθει καφέ, έχετε;". "Όχι, μόνο coffee grinders, αν θέλετε". "Για να δω", "Αυτά είναι coffee grinders", "Α ναι, αυτά θέλω, αλλά έχετε κάποιο που ρυθμίζει το μέγεθος;". "Α, όχι...". Άντε πίσω σπίτι με τα πόδια γιατί τα λεωφορεία μας τελειώνουν στις 19.00. Όπως υποθέτω, φεύγεις Πέμπτη 16.30 (φεύγεις νωρίτερα για να προλάβεις και τίποτα ανοιχτό - την Τετάρτη είναι τα πάντα κλειστά το απόγευμα), περιμένεις το λεωφορείο των 17.10, περνάει 17.15, πας στην άλλη άκρη της πόλης, μπαίνεις στο κατάστημα ηλεκτρικών 2. "Coffee Grinders De'Longhi, έχετε;" (Μια και το έχεις κάνει google το "coffee grinder" και έχεις βρει τελικά αυτό ακριβώς που θες, ένα mini σα μίξερ με διαβαθμίσεις κοψίματος καφέ...). "Α όχι, έχουμε μόνο αυτούς, αλλά δεν καθορίζουν το μέγεθος...", "χμμ... δεν μου κάνουν".
 Παίρνεις το λεωφορείο των 18.00 για το κέντρο, δεν προλαβαίνεις το τελευταίο των 18.20 για το σπίτι... επιστροφή με τα πόδια σπίτι σε 45 λεπτά. Φεύγεις Παρασκευή από τη δουλειά, 15.30 για να προλάβεις να πας στο Εμπορικό Κέντρο στην άλλη άκρη και μετά στην επιστροφή να προλάβεις το λεωφορείο των 17.30 μέχρι το κέντρο και από εκεί, για να προλάβεις το τελευταίο λεωφορείο των 18.20 για το σπίτι... ουφ κουράστηκα και μόνο στην ιδέα...πάω σπίτι... έχει αύριο μέρα (Σάββατο, δεν έχει και δουλειά). Φεύγεις Σάββατο πρωί 11.00 από το σπίτι, πας στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της γειτονιάς σου. Ε ναι... λάθος focus. Δεν θέλω coffee grinder... θέλω ΑΜΑΞΙ!!!!! Θέλεις να αγοράσεις μια μηχανή που αλέθει καφέ για να μυρίζει κάθε πρωί το σπίτι φρεσκοκομμένο Σουμάτρα και καταλήγεις να αγοράσεις αυτοκίνητο...

Wednesday, March 16, 2011

ληγμένο ανθελληνικόν... (από τα παλιά)


Τιν, τιιιτι τιν, τουφ, τα τουφ. Κιόλας 9.15; Μα πώς είναι δυνατόν; Σηκώνομαι από το κρεβάτι με τον άθλιο ήχο του Sony Ericsson. Κάθε φορά λέω να τον αλλάξω και κάθε φορά το ξεχνάω, όταν αρχίζει το στομάχι μου να επιβάλει τα θέλω του. Τι να κάνουμε; Ένα σάντουιτς με σολομό έρχεται σε προτεραιότητα από την αλλαγή ήχου στο ξυπνητήρι του κινητού τα χαράματα 9.15. Σήμερα πριν πέσω για ύπνο, θα το αλλάξω (ναι καλά…). Ανεβάζω τις γρίλιες του παραθύρου στο υπνοδωμάτιό μου. Ήλιος. Α ωραία μέρα! Κλείνω το φωτάκι νύχτας, ανοίγω την πόρτα. Η τοστιέρα με περιμένει. Ετοιμάζω το σάντουιτς σολομού, με τη γνωστή σύσταση: μαρούλι, τυρί κίτρινο, καπνιστό σολομό, φέτα και τομάτα, όλα αυτά ανάμεσα σε τρεις στρώσεις ψωμιού του τοστ, με τη δεύτερη ανάμεσα στο σολομό και τη φέτα και τυλιγμένα σε αντικολλητικό χαρτί για να μην καθαρίζω την τοστιέρα κάθε πρωί. Υπάρχουν, φυσικά, και οι παραλλαγές με λάχανο αντί μαρούλι, τυρί φιλαδέλφεια αντί για φέτα, χαμόν αντί για σολομό και η «ωχ μας τελείωσε το αντικολλητικό χαρτί, θα έχει πλύσιμο σήμερα!» που συνήθως δεν την προτιμώ. Στη συνέχεια, έρχεται η σειρά του καφέ, από την ποικιλία Σουμάτρας των Starbucks. Γέμισμα της machina espresso italiana, στο μάτι της κουζίνας και… αναμονή. Βγαίνω στο μπαλκόνι και χαζεύω τους περαστικούς μέχρι να ολοκληρωθεί το δέσιμο των υλικών στη φωτιά. Η γνωστή εικόνα κάθε πρωί. Οι γριούλες με τα καροτσάκια να τα σέρνουν στο απέναντι πεζοδρόμιο με προορισμό είτε το σούπερ μάρκετ, ή το κρεοπωλείο, ή ακόμα και το μαγαζάκι του ψαρά από κάτω. Συναντιούνται και πιάνουν την κουβέντα δυο-δυο, τρεις-τρεις. Δύο εργάτες ανεβασμένοι σε μια σκαλωσιά συντηρούν, μάλλον βάφοντας, τμήματα της απέναντι πολυκατοικίας. Το περίεργο που παρατηρώ είναι πώς άλλοι φορούν μακρυμάνικα, άλλοι ακόμα και ζακέτες, άλλοι πάλι κοντό παντελόνι και κοντομάνικο ή τιραντάκια, μια φοράει ακόμα και μπουφάν. Τι στο καλό; Αν δεν ήξερα πώς ήταν Σεπτέμβρης και παρατηρούσα μόνο τους περαστικούς στο δρόμο, θα είχα μεγάλη δυσκολία να αποφασίσω ποια εποχή του χρόνου είναι. Μυρίζει το σάντουιτς και χύνεται ο καφές! Πάλι μέσα.
Μετά το χορταστικό πρωινό, το τσεκάρισμα της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο μηλαράκι των 13 ιντσών, το πλύσιμο και το αποσμητικό, είμαι έτοιμος για το Πανεπιστήμιο. Γραμμή L3 με προορισμό το βασιλικό παλάτι στη Διαγώνιο λεωφόρο της Βαρκελώνης. Σε ακριβώς μία μιση ώρα από τότε που χτύπησε το ξυπνητήρι, βρίσκομαι στο γραφείο μου. Ελέγχω τη ροή των υπολογισμών στον υπερυπολογιστή και φεύγω για τη στάση του λεωφορείου 74 με προορισμό το C/ FREIXA και τον αριθμό 6. Το Άμισθο Προξενείο της Ελλάδος στη Βαρκελώνη, όπως πληροφορεί και η ταμπέλα στην εξώπορτα. Περιμένω στο χώρο υποδοχής. Έρχεται μια κυρία κάποιας ηλικίας και κάποιας οικονομικής κατάστασης, αν κρίνω από τα ρούχα που φοράει. «Καλημέρα, ξέρετε δουλεύω στο Υπερυπολογιστικό Κέντρο και με πληροφόρησαν πως είμαι επίσης στην εφορευτική επιτροπή σε κάποιο εκλογικό τμήμα στην Ελλάδα. Φυσικά, δεν μπορώ να παρευρεθώ, τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Υπάρχουν κυρώσεις;». «Θα μπορούσατε να υπογράψετε μια υπεύθυνη δήλωση του Ν. 105 και να την επικυρώσουμε εμείς εδώ, αλλά θα σας κοστίσει 10 ευρώ». «10 ευρώ; Μα θα στείλω εγώ το φαξ, εσείς πρέπει να το στείλετε;», απάντησα νομίζοντας ότι χρέωναν την υπηρεσία φαξ. «Αχ, όχι καλέ μου, το χαρτόσημο είναι 10 ευρώ. Ναι, κύριέ μου, φαίνεται στην Ελλάδα είναι 50 χρόνια πίσω καλέ μου, δεν μας αφήνουν να ψηφίσουμε εμάς του εξωτερικού και μας βάζουν και πληρώνουμε και πολλά χρήματα για βλακείες, όπως να αυτή. Τι να σας πω, εγώ θα σας έλεγα να μην κάνετε τίποτα τέτοια που είναι η κατάσταση, αλλά αν θέλετε να είσαστε καλυμμένος, θα πρέπει να δώσετε 10 ευρώ, να ετοιμάσουμε την υπεύθυνη δήλωση». «Ε, ας την ετοιμάσουμε, ξέρετε ταξιδεύω αρκετά, χρειάζομαι και το διαβατήριό μου, μη δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα». «Ναι, σας είπα, είναι 50 χρόνια πίσω! Ποτέ δεν ξέρετε». «Ναι, το ξέρω… Περιμένετε, θα σας ετοιμάσω την αίτηση, τα 10 ευρώ παρακαλώ». «Μπορεί η επικύρωση π.χ. να γίνει και στην Ελλάδα;», «Ε, όχι, πώς θα αποδειχτεί ότι είσαστε εδώ;», «Α, οκ. Ορίστε είκοσι ευρώ, χρειάζεστε ταυτότητα;», «Όχι, καλέ μου, δεν είμαστε στην Ελλάδα». Μέχρι να ετοιμαστεί η υπεύθυνή μου δήλωση προς υπογραφή κοιτάζω γύρω. Μια τεράστια ελληνική σημαία δεσπόζει στο νότιο τοίχο του μικρού δωματίου. Από κάτω ένα τραπεζάκι με τεύχη του περιοδικού “Ελλάδα Παντού – Ενημερωτική έκδοση της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού”. Ο κεντρικός τίτλος στο εξώφυλλο και πρώτο θέμα «Χωρίς πλειοψηφία η ψήφος των απόδημων». Διαβάζω το άρθρο που αρχίζει ως εξής: Απορρίφθηκε αφού δεν συγκέντρωσε την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα αυξημένη πλειοψηφία των 200 βουλευτών το νομοσχέδιο για την ψήφο των απόδημων…


Στα καλά καθούμενα, λοιπόν, ενώ σηκώθηκα ένα πρωί και η ρουτίνα της ημέρας άρχιζε με το σάντουιτς σολομού μου, αναγκάστηκα να δώσω 10 ευρώ γιατί; Γιατί παρακαλώ; Διότι κάποιος υπεύθυνος που κατέχει κάποια θέση με μέσο (σίγουρα τώρα) αποφάσισε ότι έπρεπε να υπηρετήσω τζάμπα ως εφορευτική επιτροπή σε ένα εκλογικό τμήμα. Τι τζάμπα; Όχι, ακριβώς τζάμπα, αλλά έπρεπε να πληρώσω κιόλας! Ξέρετε πόσα σάντουιτς σολομού θα έφτιαχνα και θα απολάμβανα με 10 ευρώ; Τώρα τι ακριβώς θα απολαύσω; Το ότι νόμιμα δεν μπορώ να ψηφίσω για να καταδικάσω τις παρανομίες ή να πω τη γνώμη μου; Ναι, θέλω να πω τη γνώμη μου, διότι παρά το ότι είμαι μακριά από την Ελλάδα, φαίνεται ότι δεν με αφήνει σε ησυχία και μου ζητάει και χρήματα. Όχι μόνο με διώχνει μια και με δυσκολεύει στο να βρω δουλειά όπου θα πληρώνομαι το ποσό που αξίζω, αλλά επιπλέον αντί να μου πει «πάρε παιδί μου και 10 ευρώ να πιεις ένα καφέ, με την ευχή μου, στο εξωτερικό», μου τα παίρνει! Ε εντάξει! Φτάνει πια!
Εξηγούσα στον Αμερικανό φίλο μου πώς πριν μερικά χρόνια αν δεν ψήφιζες είχες κυρώσεις στην έκδοση διαβατηρίου και με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια! Του έδειξα και το χαρτί που πήρα από το προξενείο εδώ με το χαρτόσημο των 10 ευρώ. Πάλι με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια! «Μα γιατί δεν μπορείς να ψηφίσεις εδώ;». «Διότι φαίνεται πως στο εξωτερικό, όλοι οι έλληνες που βλέπουμε την κατάσταση και απ’ έξω, τον τρόπο ζωής και απ’ έξω, έχουμε άποψη που τους φοβίζει». Εμ βέβαια, σου λέει ο εκάστοτε αρχηγός κόμματος, αν δεν με έχει δει στο debate, πώς θα με κρίνει; Άδικα αγχώνονται, η χάρη τους φτάνει μέχρι τα πέρατα της γης, όπου υπάρχουν Έλληνες… εγώ λοιπόν έδωσα την ψήφο μου σχεδόν μια εβδομάδα πριν τις εκλογές της 4ης Οκτώβρη. Δεν μου έδωσαν, βέβαια, πολλές επιλογές. Ήταν μονόδρομος. Ένα δεκάευρω. Το καλύτερο της υπόθεσης είναι πώς από το εικοσάρικο που μου χάλασαν πήρα ρέστα 10 ευρώ. Το συγκεκριμένο δεκάευρω έχει μια σφραγίδα με μπλε μελάνι και γράφει Consul Honoraire. Αχ, Ελλάδα… και αν το Προξενείο και αυτοί που δουλεύουν σε αυτό έχουν τέτοια γνώμη για τη χώρα που υπηρετούν, εντάξει, I rest my case που θα έλεγε και ο Αμερικανός φίλος μου… το κακό είναι ότι δεν μιλάμε για μια χώρα όπως το Darfur, το Kongo, την Καμπότζη, όπου πολλοί έχουν την ατυχία να ζουν στη φτώχεια και τους πρόσφατους πολέμους, αλλά μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2009! Πραγματικά αρκεί να έχουμε Δημοκρατία και όποιος και να βγει δεν με νοιάζει…! Αλλά στη Δημοκρατία όλοι μπορούν να πουν τη γνώμη τους… εγώ γιατί δεν μπορώ; Ψηφίζω ΑΚΥΡΟ σε όλους όμως, όχι υπέρ της πλειοψηφίας!

Saturday, March 12, 2011

Nook ή Book;


Εκεί που έχεις προγραμματίσει να φας μεσημεριανό χάμπουργκερ στη Νέα Υόρκη (NYC) – ξέρετε αυτά τα Αμερικάνικα με το παχύ καμένο μπέικον και τα ζουμερά παχιά μπιφτέκια – και ένα cheesecake, σου ‘ρχεται η κυριούλα της Delta να σου ανακοινώσει πως τελικά το αμερικάνικο μεσημεριανό χάμπουργκερ θα γίνει πρωινό κρουασάν βουτύρου στο Παρίσι, στο ταξίδι της επιστροφής προς την Αθήνα. Από ‘κει που θα έβλεπα το Empire State Building να ξεπροβάλει στο βάθος από το skyline της Νέας Υόρκης,  μου ‘ρθε απότομα ο ευρωπαϊκός αέρας με τον πύργο του Άιφελ να ξεπροβάλει στον Παριζιάνικο ορίζοντα. Ο ορισμός του «αλλού ξημερωμένος» με το “Good Morning” να γίνεται “Bonjour”. Κακοκαιρία στη ΝYC, το ανακοινωθέν.
Δεν πειράζει. Από την πείνα για 12 ώρες στη Delta, που πέρασα τρεφόμενος on peanuts only, στην εξυπηρέτηση της Air France με λουκούλλειο γεύμα. Τώρα που το θυμάμαι, τι πείνα ήταν αυτή στη Delta στην πτήση προς τις Η.Π.Α.; Μείναμε για 12 ώρες με ορεκτικά… μα δεν ξέρουν πως τα ορεκτικά ανοίγουν την όρεξη; Πεινάω! Πεινάω! Πεινάω! Ρεζίλι έγινα στην καμπίνα. Καλέ κυρία, πεινάω λέμε! Έτσι θα το πάμε 12 ώρες; Τίποτα! Ανένδοτη η κυριούλα! Peanuts και αναψυκτικά σε τεράστια ποτήρια (the American way). Πώς είναι όταν δεν έχεις φάει όλη μέρα και πας σε ένα εστιατόριο, κάθεσαι, βλέπεις το μενού, αποφασίζεις, σου τρέχουν τα σάλια, έρχεται το γκαρσόνι να παραγγείλεις και σου λέει «λυπούμαστε η κουζίνα έκλεισε πριν 2 λεπτά»; Έτσι ένα πράμα! Πάλι καλά! Στην πτήση της επιστροφής τα γλιτώσαμε αυτά.
Για την ταλαιπωρία μας αναβάθμισαν σε Premium Class στο Παρίσι-Αθήνα. Σαμπάνιες, σοκολατένια κουφέτα, τυριά, «θέλετε κάτι άλλο monsieur;» και τα συναφή. Μόνο οι βαλίτσες δεν τα κατάφεραν… έμειναν κάπου στο Σικάγο. Στην πτήση έβγαλα το nook μου by Barnes & Noble να διαβάσω κανα βιβλίο, πέρασε γρήγορα η ώρα. Δεν λέω, πριν χρόνια δεν θα φανταζόμουν να διαβάζω βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή. Ούτε εφημερίδα μπορώ να διαβάσω σε οθόνη υπολογιστή. Είναι θες η στάση μπροστά στην οθόνη άβολη, είναι η φωτεινότητα της οθόνης; Δεν ξέρω. Όταν διαβάζω προτιμώ να είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα και να κρατάω το βιβλίο. Ή να κάθομαι αναπαυτικά σε ένα κάθισμα αεροπλάνου (για παράδειγμα) και να κρατάω πάλι το βιβλίο. Αμέσως αμέσως, όμως, έρχεται το πρόβλημα του που θα βάλεις ένα ογκώδες βιβλίο στο ταξίδι. Με τα βίας στην τσάντα ώμου χωράνε μια αλλαξιά ρούχα (δια παν ενδεχόμενον), αποσμητικό, οι φορτιστές ηλεκτρονικών συσκευών, ένα MacBook pro, ένα Asus Eee PC, ένας φορητός σκληρός δίσκος, τα ταξιδιωτικά έγγραφα κτλπ. Με τα eReaders άλλαξαν τα πράγματα. Τεχνολογία e-Ink με προσομοίωση φωτεινότητας χαρτιού στην οθόνη, για να μην κουράζει τα μάτια, σχήμα λεπτού βιβλίου για άνετο κουβάλημα και κράτημα με πολλές, πολλές ώρες αυτονομίας (10 μέρες ανάγνωσης). Αυτή τη στιγμή στα 12.5x20x1.3 cm3 και 328gr του nook υπάρχουν 11 λογοτεχνικά βιβλία και 12 επιστημονικά βιβλία Μετεωρολογίας, η βαθμολογία του 303, θέματα προόδου, μια δημοσίευση και το παρόν κείμενο που για να το διορθώσω, θα έπρεπε πρώτα να το εκτυπώσω. Εξοικονόμηση χαρτιού και μελανιού. Θα μου πείτε χρειάζονται όλα αυτά να τα έχω ανά πάσα στιγμή μαζί μου; Όχι, αλλά ένα βιβλίο Μετεωρολογίας με σκληρό εξώφυλλο και μέγεθος τηλεφωνικού καταλόγου Αττικής, δεν κουβαλιέται με τίποτα! Πόσο μάλλον 12 βιβλία Μετεωρολογίας για cross-reference. Ενώ, τώρα, μπορώ να τα διαβάζω στο λεωφορείο, στο μετρό, στο αεροπλάνο, να τα πάρω μαζί μου ένα Σαββατοκύριακο εκτός, σε pocket size. Επιπλέον, δεν χρειάζεται να επισκεφτώ ένα βιβλιοπωλείο ή αντίστοιχο κατάστημα όποτε θέλω ένα βιβλίο. Το αγοράζω ανά πάσα στιγμή και «κατεβαίνει» στο nook. Ίσως είναι η συνήθεια να μπαίνουμε σε ένα βιβλιοπωλείο με την μυρουδιά από τα βιβλία και να επιλέγουμε από τα ράφια αυτό που θέλουμε. Συνήθεια, απλά, όπως ορισμένοι συγγραφείς δεν μπορούσαν να εμπνευστούν γράφοντας σε υπολογιστή, μια που δεν άκουγαν το τικ τακ των πλήκτρων της γραφομηχανής. Επιπλέον ορισμένοι eReaders, όπως και το nook έρχονται με δυνατότητα web browsing και αναπαραγωγής αρχείων μουσικής.
Ένα βιβλίο που αλλάζει ανάλογα τι θες να διαβάσεις. Θες να διαβάσεις λογοτεχνία; Ένα επιστημονικό κείμενο ή βιβλίο; Την ηλεκτρονική σου αλληλογραφία; Τις ειδήσεις της ημέρας; Όλα σε 12.5x20x1.3 cm3 και 328gr. Παλιότερα νόμιζα ότι το τέλειο βιβλίο είναι αυτό που θα έχει τέλος που προσαρμόζεται στα θέλω και τα γούστα του κάθε αναγνώστη ξεχωριστά. Τώρα αναθεωρώ. Το τέλειο βιβλίο είναι αυτό που σου παρέχει ανά πάσα στιγμή αυτό που θες να διαβάσεις και αλλάζει ανάλογα με τα «θέλω» σου, για να σου αλλάξει διάθεση. Όπως από το μεσημεριανό στην NYC να πεταχτείς για κρουασάν στο Παρίσι. Τόσο απλά, αλλά πολύ πιο γρήγορα και χωρίς να κουβαλάς βαλίτσες.