Friday, March 14, 2014

Μονάχος στο Μόναχο.

    Από που βγήκε η ελληνική εκδοχή του ονόματος δεν είμαι σίγουρος. Ίσως από παράφραση του αγγλικού Μιούνιχ, του γερμανικού Μίνχεν, του αρχαιότερου Μούνιχεν, ή από το τάγμα των Βενεδικτίνων Μοναχών που ίδρυσαν την πόλη. "Δίπλα στους Μοναχούς", μονάχος κι εγώ πήρα τη λουφθάνσα από τη Λάρνακα για Γερμανία.
   
    Από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο με τρένο. Καμία σχέση με την αντίστοιχη εμπειρία μου στο Βερολίνο πριν μερικά χρόνια. Στο τότε αντίστοιχο τρένο νόμιζα πως συμμετείχα σε ταινία συσκηνοθεσία Ντέϊβιντ Λίντς - Αλμοδόβαρ, με λίγο Ιντιάνα Τζόουνς της χαμένης κιβωτού. Ένας γερμανός με στρογγυλά γυαλάκια πάνω στο λιπαρό ξυρισμένο πρόσωπό του, ίδιος με αυτόν που καίγεται όταν ανοίγει η κιβωτός της διαθήκης στο τέλος της ταινίας. Δίπλα δύο τραβεστί. Η πρώτη να βγάζει τη γλώσσα μια δεξιά, μια αριστερά, μετά μέσα, σε όποιον έβλεπε, με πονηρά προφανώς σχέδια. Παρά δίπλα μια παρέα σκινχέντς νεο-ναζί με πλαστικά ρόπαλα να χτυπούν τα τζάμια, να φωνάζουν συνθήματα, ενώ στo απέναντι κάθισμά μια κοπελίτσα περνούσε το γιαουρτλού, με το τζατζίκοειδές έδεσμα να στάζει σε τέσσερα καθίσματα, στο φίλο της που για κάποιον περίεργο λόγο καθόταν τρεις θέσεις πιο 'κει. Ρεψίματα, συνθήματα από τους ναζί, η γλώσσα μέσα έξω, μυρουδιά σκόρδου... ο Γερμανός με τα γυαλάκια έτοιμος να αρχίσει τις διαταγές  να μαζευτούμε να πάμε στο Νταχάου, ένας πανικός. Ευτυχώς στο Μόναχο, πολιτισμός! Καθαριότητα, κομψότητα, σεβασμός και ευγένεια στο συνάθρωπο. Τίποτα δεν ακουγόταν. Μόνο ο συρμός του τρένου καθώς κυλούσε στις ράγες. Το εισιτήριο τσιμπημένο... δέκα ευρώ. Εμ καλύτερα δέκα ευρώ και ησυχία παρά τρία ευρώ για να μην ξερεις από ποιά πόρτα να φύγεις όταν σταματήσει το τρένο.
   
     Ξυπνάω το επόμενο πρωί να πάω στο πανεπιστήμιο για το συνέδριο. Περνάω μπροστά από ένα κατάστημα με λούτρινα, μπαίνω μέσα να αγοράσω ένα πιγκουινάκι για τον ανηψιό που τα κάνει συλλογή από διάφορα μέρη του κόσμου. Βλέπω σχεδόν αμέσως μπροστά μου ένα μεσαίου μεγέθους. "Και τον αρπάζω", που λέει ο ανηψιός, πάω στο ταμείο. "Εξήντα τέσσερα" μου λέει. "Τι εξήντα τέσσερα;", της απαντάω. "Ευρώ. Θέλετε μήπως να πληρώσετε σε δολάρια;". "Ούτε σε δολάρια, ούτε σε ευρώ, λυπάμαι. Γιατί είναι τόσο ακριβό;". "Ιτ ιζ μέϊντ ιν Γκέρμανυ, νοτ ιν Τσάϊνα". "Εντ ιτ γουϊλ στέϊ ιν Γκέρμανυ, Αϊ μ αφρέϊντ, Σόρυ, Ι κάντ μπάϊ ιτ". Λίγο τσιμπημένες οι τιμές στο Μόναχο. Από το φαγητό μέχρι τα ξενοδοχεία και τα μέσα μαζικής μεταφοράς πρέπει να ανοιχτείς αρκετά στον προϋπολογισμό σου, σε σύγκριση με μια τυπική ευρωπαϊκή πόλη. Νομίζω, όμως, η αποζημίωση έρχεται περπατώντας στους καθαρούς δρόμους-πλακόστρωτα, ανάμεσα στα ωραία κτήρια, κινούμενος με το άψογο δίκτυο συγκοινωνιών.
    Φτάνω στο πανεπιστήμιο, στο χώρο του συνεδρίου. Μου δίνουν το καρτελάκι με το όνομά μου (το γνωστό name tag). "Όταν τελειώσουν οι ομιλίες, θα πρέπει να το επιστρέψετε". Τι; Το πλαστικό που πόσο να κάνει; Είκοσι λεπτά; Ούτε! Πρώτη φορά μου ζητούν να επιστρέψω το name tag! Άραγε το ζητάνε σε όλους ή μόνο στους Έλληνες για τις δόσεις του χρέους; Λεπτό το λεπτό γεμίζει το σακούλι... Το διασταύρωσα, όχι, το ζητούν πίσω από όλους, μετά το πέρας των εργασιών του συνεδρίου. Μα τι στο καλό; Κι αυτό "μέϊντ ιν Γκέρμανυ" είναι; Μηπως δεν κάνει είκοσι λεπτά; Μπα... και πολλά λέω. Μάλλον η νοοτροπία θα είναι. Οικονομία. Το Γερμανικό σύστημα. Μα στα καρτελάκια; Τι να πω! Μπήκα σε 2-3 παρουσιάσεις, καιρός να επιστρέψω στο ξενοδοχείο.
    Παίρνω το μακρύ δρόμο. Περνάω από την Odeonplatz. Κάτι μου θύμιζε. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Αργότερα στο ξενοδοχείο είδα ένα φυλλάδιο που προωθούσε τις "εκδρομές" στο Νταχάου.  Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί είναι δίπλα. Μισή ώρα απόσταση με το τρένο από το κέντρο. Σε μια φωτογραφία βλέπω την ίδια πλατεία. Γεμάτη Ναζί, τα χέρια υψωμένα. Στο βάθος ο Χίτλερ. Μάλιστα. Το έψαξα λίγο παραπάνω. Από το Μόναχο άρχισαν όλα. Στο Μόναχο οργάνωνε τα πραξικοπήματα, προετοίμαζε το έδαφος για την Καγκελαρία. Το Μόναχο πήρε άλλη μορφή. Ασπρόμαυρη. Μπορεί να ήταν από τον καιρό που χάλασε απότομα. Συννεφιά με ψιλόβροχο, γκρίζος θόλος, λίγο κρύο. Την επόμενη μέρα στο Νταχάου πέρασα την πόρτα του στρατοπέδου συγκέντρωσης με το σύνθημα "Arbeit Macht Frei" ή "Η Δουλειά σε Ελευθερώνει". Υποπτεύομαι πως είδα μια πολύ ελαφριά εκδοχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Όσο πιο ανώδυνο στο βλέμμα θα μπορούσε κανείς να μετατρέψει κάτι αντίστοιχο. Φούρνοι, θάλαμοι αερίων, Ιατρικά πειράματα. Η εξουσία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, με το "Arbeit Macht Frei" να δίνει ελπίδα για να τους κρατήσει μέσα.
   
Για μερικές δεκάδες χιλιάδες η απελευθέρωση ήρθε 29 Απριλίου 1945, από ένα στρατόπεδο χωρητικότητας μόλις έξι χιλιάδων. Τους στερούσαν το φαγητό και την υγεία, με το σύνθημα "Η Δουλειά Ελευθερώνει". "Δούλευε, δούλευε, υπάρχει πιθανότητα να μην πεινάσεις και να έχεις ιατροφαρμακευτική περίθαλψη". Μα που το 'χω ξαναδει, μα που το 'χω...; Α ναι! Πενιχρά έσοδα για μερικούς, αντάλλαγμα με πολλές ώρες δουλειάς, σε ένα σύστημα υγείας να καταρρέει. Μάλιστα... οι Γερμανοί ξανάρχονται ή ξαναήρθαν, φυσικά πάντα με βοήθεια εκ των έσω. Αφού το βλέπεις, δεν το 'χει ο συγκεκριμένος λαός με την εξουσία. Δώστου εξουσία να σε πατήσει. Δεν το πιάσαμε το υπονοούμενο με την πρώτη φορά; Δεν το πιάσαμε με το Das Experiment (2001) ή το Die Welle (2008); Πώς λέμε "καλό παιδί, αλλά...δεν", ε κάπως έτσι. Όχι, μάλλον γενικά ο άνθρωπος δεν το έχει με την εξουσία. Αυτοί που τη θέλουν δεν είναι ικανοί, οι ικανοί είναι αλλεγρικοί.
    Επιστρέφω στην Κύπρο... από τους 2 στους 26 βαθμούς Κελσίου. Φούρνος; Μπα, ελπίζω Άνοιξη. Bιταμίνη D.

No comments:

Post a Comment